thaler
|
|
« Απάντηση #533 στις: Δεκέμβριος 10, 2021, 09:42:03 πμ » |
|
Εν τω μεταξύ, οι συντηρητικοί πολωνοί ευγενείς σχημάτισαν τη Συνομοσπονδία της Targowica για να ανατρέψουν το Σύνταγμα, το οποίο έβλεπαν ως απειλή για τις παραδοσιακές ελευθερίες και τα προνόμια που απολάμβαναν και ευθυγραμμίστηκαν με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, της οποίας ο στρατός εισέβαλλε στην Πολωνία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Πολωνο-Ρωσικού Πολέμου του 1792, γνωστός και ως Πόλεμος για την υπεράσπιση του Συντάγματος. Η Εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ της αύξησης του Πολωνικού Στρατού σε 100.000 άνδρες, αλλά λόγω ανεπαρκούς χρόνου και πόρων ο αριθμός αυτός δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Ο Στανισλάβος και οι μεταρρυθμιστές μπόρεσαν να συγκεντρώσουν μόνο έναν στρατό 37.000 ατόμων, πολλοί από τους οποίους ήταν μη δοκιμασμένοι νεοσύλλεκτοι. Αυτός ο στρατός, υπό τη διοίκηση του ανιψιού του βασιλιά, Józef Poniatowski και του Tadeusz Kościuszko, κατάφερε να απωθήσει και πολλές φορές μάλιστα να νικήσει τους Ρώσους.
Παρά τα Πολωνικά αιτήματα, η Πρωσία αρνήθηκε να παρέμβει και να τηρήσει τις υποχρεώσεις της συμμαχίας αφήνοντας τον μικρό Πολωνικό στρατό έρμαιο στις ορδές των Ρώσων (ο κανόνας αυτός ισχύει μέχρι τις μέρες μας: μόνο η δύναμη των όπλων είναι σταθερός αποτρεπτικός παράγοντας, πέρα από κάθε συνθήκη). Τελικά, η αριθμητική υπεροχή των Ρώσων ήταν πολύ μεγάλη και η ήττα αναπόφευκτη. Οι προσπάθειες του Στανισλάβου για διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία αποδείχθηκαν μάταιες. Τον Ιούλιο του 1792, όταν η Βαρσοβία απειλήθηκε με πολιορκία από τους Ρώσους, ο βασιλιάς πίστευε ότι η παράδοση ήταν η μόνη εναλλακτική λύση από την ολοκληρωτική ήττα. Έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις από τον Ρώσο πρεσβευτή ότι δεν θα επέλθουν εδαφικές αλλαγές, το υπουργικό συμβούλιο ψήφισε οκτώ έναντι τεσσάρων υπέρ της παράδοσης.
Ο Πολωνικός Στρατός διαλύθηκε. Πολλοί μεταρρυθμιστές, πιστεύοντας ότι ο σκοπός τους χάθηκε, αυτοεξορίστηκαν, αν και ήλπιζαν ότι ο Στανισλάβος θα ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί έναν αποδεκτό συμβιβασμό με τους Ρώσους, όπως είχε κάνει στο παρελθόν. Ωστόσο, ο Στανισλάβος είχε χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής τους, τόσο εντός της χώρας όσο και με την Μεγάλη Αικατερίνη. Ούτε όμως οι ευγενείς κέρδισαν. Προς έκπληξη όλων, ακολούθησε ο δεύτερος διαμελισμός της Πολωνίας.
Σε αυτόν δεν έλαβε μέρος η Αυστρία, ενώ η Πρωσία κατέκτησε το 7.8% του αρχικού εδάφους της Κοινοπολιτείας και η Ρωσία το 34.1%. Συνολικά λοιπόν, και στους δύο διαμελισμούς, η Κοινοπολιτεία είχε χάσει περίπου το 71% των αρχικών εδαφών της και περίπου 10 από τα 14 εκατομμύρια των κατοίκων της.
Η νέα Εθνοσυνέλευση, αποτελούμενη από ανθρώπους της Ρωσίας, ακύρωσε όλες τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, καθώς και το Σύνταγμα του 1791. Αντιμέτωπος με το χάος, ο Στανισλάβος προσπάθησε να διασώσει όποιες μεταρρυθμίσεις μπορούσε.
Οι όποιες προσπάθειές του ναυάγησαν από την εξέγερση του Kościuszko (πήρε το όνομά της από τον πρωτεργάτη της εξέγερσης, στρατιωτικό Tadeusz Kościuszko κατά της Πρωσικής και Ρωσικής κατοχής). Ο Βασιλιάς δεν την είχε ενθαρρύνει, αλλά μόλις ξεκίνησε, την υποστήριξε, μη βλέποντας άλλη αξιόλογη επιλογή. Η εξέγερση όμως, ήταν προδικασμένη να αποτύχει. Ο επίλογος γράφτηκε με την εκτέλεση Πολωνών επαναστατών αλλά και απλών πολιτών. Η εξέγερση αποτελούσε πλέον παρελθόν ενώ το όραμα της ελευθερίας εξαφανίστηκε.
Η Αυστρία, φοβούμενη την επέκταση της εξέγερσης στα εδάφη της, είχε ήδη αποστείλει στρατό στα σύνορα της από το καλοκαίρι του 1794. Η συντριβή των Πολωνών επαναστατών αποτέλεσε ευκαιρία για τους Αυστριακούς να βγουν κερδισμένοι από την εκ νέου κατανομή των πολωνικών εδαφών που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Στις 6 Ιανουαρίου του 1795 υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας για την διανομή των εναπομεινάντων Πολωνικών εδαφών. Το Πρωσικό βασίλειο επεκτάθηκε ανατολικά και πλέον συμπεριλάμβανε την Βαρσοβία, η Ρωσική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε Δυτικά, ενώ η Αυστρία κατακύρωσε το νότιο τμήμα της Πολωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της Κρακοβίας, ενός σημαντικότατου εμπορικού, οικονομικού αλλά και καλλιτεχνικού κέντρου.
Η ήττα εξέγερσης σήμανε το τέλος της Κοινοπολιτείας. Ο Στανισλάβος προσπάθησε να κυβερνήσει τη χώρα στη σύντομη περίοδο μετά την καταστολή της εξέγερσης, αλλά στις 2 Δεκεμβρίου 1794, η Μεγάλη Αικατερίνη του ζήτησε να φύγει από τη Βαρσοβία, αίτημα το οποίο αποδέχθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1795, αφήνοντας την πρωτεύουσα υπό ρωσική στρατιωτική συνοδεία. Στις 24 Οκτωβρίου 1795, υπογράφηκε ο νόμος του τελικού, τρίτου διαμελισμού της Πολωνίας.
Ο Τρίτος Διαμελισμός της Πολωνίας σήμανε και το τέλος της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Τα εδάφη της άλλοτε ισχυρής Κοινοπολιτείας τα μοιράζονταν πλέον τρεις ισχυρότατες αυτοκρατορίες. Συνολικά η Αυστρία είχε κερδίσει το 17,57% των αρχικών εδαφών της Κοινοπολιτείας, η Πρωσία το 19,28% και η Ρωσία το 63,15% των εδαφών.
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων αλλά και αμέσως μετά, τα σύνορα αυτά άλλαξαν αρκετές φορές μεταξύ των τριών αυτών χωρών. Τελικά, η Ρωσία κατέληξε να κατέχει τα περισσότερα από αυτά τα εδάφη σε βάρος της Πρωσίας και της Αυστρίας. Με το Συνέδριο της Βιέννης, όπου διευθετήθηκαν όλα τα ζητήματα στην μετά – Ναπολέοντα Ευρώπη, η Ρωσία έφτασε να κατέχει το 82% των αρχικών – πριν το 1772 - εδαφών της Κοινοπολιτείας, η Αυστρία το 11% και η Πρωσία το 7%.
Για τα επόμενα 123 χρόνια, και μέχρι την αναβίωση της Πολωνίας ως ανεξάρτητο κράτος το 1918, ο Πολωνικός λαός έμελλε να παραμείνει χωρισμένος και μοιρασμένος ανάμεσα στην Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία.
Πίσω στο 1795 λοιπόν, όπου στις 25 Νοεμβρίου, ο Στανισλάβος υπέγραψε την παραίτησή του. Λέγεται πως η αδερφή του και η κόρη της που ήταν η αγαπημένη του ανιψιά, η οποίες είχαν απειληθεί με κατάσχεση της περιουσίας τους, συνέβαλαν στο να τον πείσουν να υπογράψει την παραίτηση: φοβήθηκαν ότι η άρνησή του θα οδηγούσε σε ρωσική δήμευση των περιουσιών τους.
Η Μεγάλη Αικατερίνη πέθανε ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου 1796, και τη διαδέχθηκε ο γιος της, Παύλος Α΄. Στις 15 Φεβρουαρίου 1797, ο Στανισλάβος έφυγε για την Αγία Πετρούπολη. Ήλπιζε να του επιτραπεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν, ουσιαστικά, κρατούμενος στο μαρμάρινο παλάτι της Αγίας Πετρούπολης, και ζούσε με μια σύνταξη που του είχε χορηγήσει η Μεγάλη Αικατερίνη. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, συνέχιζε να υποστηρίζει και να εκπροσωπεί την Πολωνική υπόθεση στη Ρωσική αυλή.
Ο Στανισλάβος Πονιάτοφσκι πέθανε από εγκεφαλικό στις 12 Φεβρουαρίου 1798. Ο Παύλος Α' χρηματοδότησε μια βασιλική κηδεία και στις 3 Μαρτίου κηδεύτηκε στην Καθολική Εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στην Αγία Πετρούπολη. Το 1938, όταν η Σοβιετική Ένωση σχεδίαζε να κατεδαφίσει την Εκκλησία, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία και ενταφιάστηκαν σε μια εκκλησία στο Wołczyn, τη γενέτειρά του. Αυτό έγινε στα κρυφά και προκάλεσε διαμάχη στην Πολωνία όταν έγινε γνωστό το θέμα. Το 1990, λόγω της κακής κατάστασης της εκκλησίας Wołczyn (τότε στη Λευκορωσική ΣΣΔ), το σώμα του εκτάφηκε για άλλη μια φορά και μεταφέρθηκε στην Πολωνία, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Βαρσοβία, εκεί όπου στις 3 Μαΐου 1791 γιορτάστηκε η ψήφιση του Συντάγματος που είχε συντάξει ο ίδιος. Η τρίτη κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1995.
Ο Στανισλάβος Αύγουστος Πονιατόφσκι αποκαλείται ο σημαντικότερος προστάτης των τεχνών του Πολωνικού Διαφωτισμού. Υπήρξε επίσης προστάτης πολλών ζωγράφων. Το σχέδιό του να δημιουργήσει μια μεγάλη γκαλερί πινάκων στη Βαρσοβία ναυάγησε από τον διαμελισμό της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ο Στανισλάβος σχεδίαζε επίσης να ιδρύσει μια Ακαδημία Καλών Τεχνών, κάτι που τελικά έγινε μόνο μετά την παραίτησή του και την αποχώρησή του από τη Βαρσοβία.
Ο Στανισλάβος κατάφερε πολλά στον τομέα της εκπαίδευσης και της λογοτεχνίας. Ίδρυσε τη Σχολή Ιπποτισμού, η οποία λειτούργησε από το 1765 έως το 1794. Υποστήριξε τη δημιουργία της Επιτροπής Εθνικής Παιδείας, που θεωρείται το πρώτο Υπουργείο Παιδείας στον κόσμο. Το 1765 βοήθησε στην ίδρυση της Monitor, μιας από τις πρώτες Πολωνικές εφημερίδες και του κορυφαίου περιοδικού του Πολωνικού Διαφωτισμού. Χρηματοδότησε πολλά άρθρα που εμφανίστηκαν στο Monitor.
Υποστήριξε την ανάπτυξη των επιστημών, ιδιαίτερα της χαρτογραφίας. Ξεκίνησε ένα σχέδιο για να χαρτογραφήσει ολόκληρη την επικράτεια της Κοινοπολιτείας, κάτι που, ωστόσο, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στο Βασιλικό Κάστρο της Βαρσοβίας, οργάνωσε ένα αστρονομικό παρατηρητήριο και υποστήριξε μεγάλους αστρονόμους της εποχής του. Βοήθησε επίσης ιστορικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, καταλογογράφησης και αντιγραφής ιστορικών χειρόγραφων. Ενθάρρυνε τη δημοσίευση βιογραφιών διάσημων Πολωνών ιστορικών προσωπικοτήτων και χορηγούσε πίνακες και γλυπτά τους.
Για τη συνεισφορά του στις τέχνες και τις επιστήμες, ο Στανισλάβος τιμήθηκε το 1766 ως μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας (Royal Society), όντας ο πρώτος εκτός Βρετανικής Βασιλικής οικογένειας. Το 1778 έγινε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης και το 1791 της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου.
Υποστήριξε επίσης την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης, τομείς στους οποίους η Κοινοπολιτεία υστερούσε σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Μεταξύ των προσπαθειών στις οποίες επένδυσε ήταν η κατασκευή κανονιών και πυροβόλων όπλων και η βιομηχανία εξόρυξης.
Αυτή λοιπόν υπήρξε η μοίρα του τελευταίου βασιλιά και της χώρας του. Είναι λοιπόν το δίκαιο του ισχυρότερου που θριαμβεύει στην Ευρώπη του «αιώνα του Διαφωτισμού». Η βάναυση περιφρόνηση των λαών και του δικαίου των κρατών γίνεται σύστημα: καμιά προσφυγή δεν φαίνεται να είναι δυνατή για τα μικρά κράτη της Ευρώπης που απειλούνται από τον κυνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Η διδακτική αυτή ιστορία εξακολουθεί να στοιχειώνει τη σημερινή Πολωνία, εξ ου και η έντονη καχυποψία των σημερινών Πολωνών τόσο έναντι των Γερμανών, όσο και -κυρίως- έναντι των Ρώσων. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως Γερμανία και Ρωσία μοίρασαν ξανά την Πολωνία το 1939 με το Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ.
[1] Το Μάρκο της Κολωνίας ήταν μια μονάδα βάρους ισοδύναμη με 233.856 γραμμάρια (περίπου 3.609 grains). Χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα βάσης για μια σειρά νομισματικών προτύπων, συμπεριλαμβανομένου του νομισματικού συστήματος Lübeck, το οποίο ήταν σημαντικό στη βόρεια Ευρώπη κατά τα τέλη του μεσαίωνα και τα συστήματα νομισματοκοπίας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Tο Vereinstaler, αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο τέταρτο (1/14) του Μάρκου της Κολωνίας. Το μάρκο ορίστηκε ως μισό Pfund (λίβρα) με 16 Unze (ουγγιές) του Pfund. Το Unze υποδιαιρέθηκε σε 2 Lot, 8 Quentchen, 32 Pfennig ή 36 Gran, με το Gran ίσο με 0.812 γραμμάρια.
[2] Ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740–48), στον οποίο συμμετείχαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, προκλήθηκε από την διεκδίκηση εκ μέρους της Μαρίας Θηρεσίας της κληρονομιάς των Αψβούργων. Ο πόλεμος είχε πολλές επί μέρους συγκρούσεις, σπουδαιότερες των οποίων ήταν ο Πρώτος και Δεύτερος Σιλεσιανός Πόλεμος, καθώς και περιφερειακές συγκρούσεις στην Αμερική (Πόλεμος του βασιλιά Γεωργίου και Αγγλοϊσπανικός πόλεμος) και στην Ινδία (Καρνατικός πόλεμος).
Τέσσερα χρόνια πριν από τη γέννηση της Μαρίας Θηρεσίας ο πατέρας της Κάρολος ΣΤ΄ έλαβε τα μέτρα του για την περίπτωση απουσίας άρρενος διαδόχου του, εκδίδοντας την Sanctio Pragmatica (Πραγματική Κύρωση) του 1713. Το διάταγμα αυτό παραμέριζε τον Σαλικό Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες δεν κληρονομούσαν, και ευνοούσε τις θυγατέρες του Καρόλου, οι οποίες θα τον διαδέχονταν σε όλες τις κτήσεις και τους τίτλους του (πλην του αξιώματος του αυτοκράτορα που ήταν αιρετό). Για πολλά χρόνια στη συνέχεια ο Κάρολος αγωνίστηκε να εξασφαλίσει την αποδοχή της Sanctio Pragmatica από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, πράγμα που πέτυχε, με σοβαρά όμως ανταλλάγματα.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Καρόλου ΣΤ΄, η Σαξονία, η Πρωσία, η Βαυαρία και η Γαλλία αποκήρυξαν την Πραγματική Κύρωση, αποσκοπώντας στον διαμελισμό της Αυστρίας και άρχισε ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής.
Η Αυστρία υποστηρίχθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και την Ολλανδία, παραδοσιακούς εχθρούς της Γαλλίας, όπως και το Βασίλειο της Σαρδηνίας. Η Γαλλία και η Πρωσία ήταν σε συμμαχία με το Εκλεκτοράτο της Βαυαρίας.
Η Ισπανία εισήλθε στον πόλεμο για να αποκαταστήσει την επιρροή της στη βόρεια Ιταλία και επιπλέον για να ανατρέψει την Αυστριακή κυριαρχία της Ιταλικής χερσονήσου, που είχε επιτευχθεί σε βάρος της Ισπανίας ως συνέπεια του Πολέμου της Ισπανικής διαδοχής.
Ο πόλεμος τελείωσε με την Ειρήνη του Άαχεν (γνωστή και ως "Συνθήκη του Αιξ-λα-Σαπέλ") το 1748, με την οποία μεταξύ άλλων η Μαρία Θηρεσία αναγνωρίστηκε ως αρχιδούκισσα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας και η Πρωσία διατήρησε τον έλεγχο της Σιλεσίας.
[3] Η Συνομοσπονδία του Μπαρ ήταν συμμαχία Πολωνών ευγενών, η οποία δημιουργήθηκε το 1768 στο οχυρό Μπαρ της Πολωνίας (τώρα Ουκρανία), με σκοπό να υπερασπιστεί την εσωτερική και εξωτερική ανεξαρτησία της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας εναντίον τόσο της Ρωσικής επιρροής, όσο και του Βασιλιά Στανισλάβου Αύγουστου, ο οποίος μαζί με Πολωνούς μεταρρυθμιστές προσπαθούσε να περιορίσει την δύναμη των ευγενών της Κοινοπολιτείας. Η δημιουργία της οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και συνέβαλε στην πρώτο διαμελισμό της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.
[4] Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1787-1792 άρχισε το 1787 και τελείωσε το 1792, με τους Ρώσους και τους Αυστριακούς από την μια πλευρά, και τους Τούρκους από την άλλη. Αιτία του πολέμου ήταν η προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ανακαταλάβει τα εδάφη (Κριμαία) που έχασε κατά τον Ρωσοτούρκικο πόλεμο του 1768-1774. Ο πόλεμος τελείωσε με ήττα των Τούρκων και με την υπογραφή της Συνθήκης του Ιάσιου. Μια από τις παρενέργειες αυτού του πολέμου για την Ελλάδα είναι η δράση του Λάμπρου Κατσώνη, ο οποίος κατά την περίοδο των Ορλωφικών είχε ενταχθεί στο Ρωσικό στρατό. Το 1787 αποσπάσθηκε στο ναυτικό με εντολή του Ποτέμκιν και το 1788 εφοδιασμένος με ειδική άδεια να καταρτίσει στόλο στάλθηκε στην Τεργέστη. Εκεί και με τη βοήθεια της ελληνικής παροικίας εξόπλισε τη φρεγάτα «Αθηνά της Άρκτου» με την οποία άρχισε τις επιχειρήσεις στο Ιόνιο. Στα Κύθηρα ενισχύθηκε με Έλληνες εθελοντές, αύξησε τον αριθμό των πλοίων του με προσχώρηση υδραίικων καραβιών και με συλλήψεις εχθρικών πλοίων, κυρίευσε το τουρκικό φρούριο του Καστελλόριζου και κατανίκησε ανατολικά της Καρπάθου την τουρκική μοίρα που στάλθηκε εναντίον του.
Την επόμενη χρονιά, 1789, με ορμητήριο την Κέα και με σύμπραξη μοίρας του Γουλιέλμου Λορέντσι, υπό Ρωσική σημαία, επιτέθηκαν στο Θερμαϊκό. Στη συνέχεια έφτασε μέχρι τα Δαρδανέλλια και νίκησε τουρκικό στόλο στις Κυκλάδες. Το 1790 συνέχισε τους αγώνες του με συμπολεμιστή τον Ανδρίτσο, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όμως τον Μάιο του 1790, μετά από ισχυρή τουρκική επίθεση που δέχθηκε στο ακρωτήρι του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο), αναγκάσθηκε να αποσυρθεί.
Το 1791, και ενώ προετοιμάστηκε για νέα εξόρμηση, μετά τη ρωσοτουρκική συνθήκη που ανέτρεψε τα σχέδιά του για απελευθέρωση του Γένους ή έστω για δημιουργία μικρού νησιωτικού ελληνικού κράτους, ένοιωσε μεγάλη απογοήτευση και αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Με τη σύμπραξη του Ανδρίτσου προσορμίσθηκε και οχυρώθηκε στο Πόρτο Κάγιο της Μάνης . Εκεί δέχθηκε επίθεση από ξηρά και θάλασσα από τους Τούρκους με τους οποίους συνέπραττε και Γαλλική φρεγάτα. Αντιστάθηκε ηρωικά αλλά, κινδυνεύοντας να συλληφθεί, διέφυγε στην Ιθάκη και από εκεί στη Ρωσία, όπου αργότερα του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη και η αυτοκράτειρα του δώρισε κτήμα στην Κριμαία, το οποίο και ονόμασε Λιβαδιά.
Με χαρά περιμένω σχόλια, παρατηρήσεις, ερωτήσεις, απορίες και συμπλήρωση πληροφοριών.
|