Γειά σας φίλοι μου συλλέκτες. Σήμερα θα σας παρουσιάσω ένα πολύ όμορφο νόμισμα της συλλογής μου. Πρόκειται για ένα τάληρο της Βενετίας του 1785 ή αλλιώς όπως είναι γνωστό “Τάληρο του Λεβάντε” ή "Tallero per il Levante". Μερικές πληροφορίες για το νόμισμα:
Δόγης: Paolo Renier (1779-1789)
Assayer: Allesandro Semitecollo (A.S.)
Βιβλιογραφία: Davenport 1575, CNIVIII 137, Paolucci 35, KM-C#137.
Διάμετρος: 40mm
Βάρος: 28.2gr.
Ασήμι: 0.835
Εμπρός όψη: Γυναικεία μορφή με διάδημα κοιτάζοντας δεξιά και την επιγραφή:
* RESPUBLICA VENETA * § *
Πίσω όψη: ο φτερωτός Λέων της Βενετίας με φωτοστέφανο, κρατώντας το Ευαγγέλιο και με την επιγραφή:
* PAULO RANIERO DUCE LUDO VICO MANIN DUCE * § * *1785 *
Το περίγραμμα έχει φύλλωμα.
Η σειρά συμπληρώνεται με νομίσματα του 1/2, 1/4 και 1/8 τάληρου.
Γιατί όμως λέγεται τάληρο του Λεβάντε?
Ιστορικά, το "εμπόριο στο Levant" μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μεγάλης οικονομικής σημασίας.
Ο όρος Levant, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στα αγγλικά το 1497, σήμαινε αρχικά μια ευρύτερη έννοια "μεσογειακών εδαφών ανατολικά της Βενετίας", όπως στα γαλλικά “soleil levant”= "rising Sun" - από το ρήμα lever = "να ανέβει" από το Λατινικό levare . Αναφέρονταν έτσι στην ανατολική θέση του ανερχόμενου Ήλιου.
Η Δημοκρατία της Βενετίας (επίσημη ονομασία: Γαληνοτάτη* Βενετική Δημοκρατία) κατά το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα εγκατέστησε ένα ειδικό μηχάνημα για την κοπή αυτών των τάληρων (απόφαση Γερουσίας, 15 Μαρτίου 1755, υπό τον Δόγη Francesco Loredan) στη θέση του σφυρίλατου τρόπου που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε.
Σκοπός της δημιουργίας αυτού του τάληρου ήταν η οικονομική επικράτηση της Βενετίας στην ανατολική μεσόγειο και τις γύρω περιοχές της, μέσω του εμπορίου που τόσο είχε ανάγκη. Σχεδιάστηκε αντιγράφοντας το τάληρο της Μαρίας Θηρεσίας , το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές στις ανατολικές αγορές, αντικαθιστώντας την προτομή της αυτοκράτειρας με αυτήν της δημοκρατίας. Το 1755 έγινε πειραματική κοπή, το εργοστάσιο όμως άρχισε πραγματικά να κόβει τάληρα το επόμενο έτος 1756 και συνέχισε να κόβεται μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας. Πάντως δεν πέτυχε τον στόχο του, που ήταν η αντικατάσταση του τάληρου της Μαρίας Θηρεσίας με αυτό της Βενετίας.
Ο πρώτος τύπος είναι αυτός (δεν είναι στη συλλογή μου):
Το νόμισμα δεν είχε την επιθυμητή επιτυχία – αποδοχή στο εξωτερικό και στη συνέχεια έγινε μια δεύτερη προσπάθεια: Η Γερουσία με το διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1768 υιοθέτησε το νέο νόμισμα και στη συνέχεια όρισε τον μηχανικό Ferracina di Bassano ως αρχηγό του νομισματοκοπείου.
Διαβάστε λίγα για τον Δόγη του νομίσματος:
Ο Paolo Renier (Βενετία, 21 Νοεμβρίου 1710 - Βενετία, 14 Φεβρουαρίου 1789) ήταν πολιτικός και διπλωμάτης, Δόγης της Δημοκρατίας της Βενετίας από το 1779 μέχρι το θάνατό του.
Γονείς του ήταν ο Andrea di Daniele Renier και η Elisabetta di Girolamo Morosini. Η οικογένεια των Renier ήταν αριστοκρατική και συμμετείχε στο Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας από το 1378, ενώ είναι γνωστή η παρουσία της από το 970. Το σόι της μητέρας του ήταν επίσης πολύ γνωστό στη Βενετία, με πολλούς ανώτατους αξιωματούχους. Είχε δώσει τρεις Δόγηδες με το όνομα Morosini.
Είχε άριστη εκπαίδευση βασισμένη στην κλασική λογοτεχνία (λέγεται ότι γνώριζε απ’ έξω και στην πρωτότυπη γλώσσα την Ιλιάδα και την Οδύσσεια) και τη ρητορική. Επιπλέον, έχοντας φυσική προδιάθεση στην πολιτική, είχε μια ταχεία πολιτική καριέρα.
Το 1733 παντρεύτηκε την Giustina di Leonardo Donà, η οποίος θα του δώσει τον Andrea και τον Leonardo. Η προίκα ήταν μεγάλη και περιελάμβανε και τέσσερις πιστούς της οικογένειας της νύφης. Έχοντας πολλές διακρίσεις, εκλέχθηκε στη Γερουσία, η πρώτη φορά το 1746 και παρέμεινε αδιάκοπα από το 1750 έως το 1764.
Το 1764 διορίστηκε πρεσβευτής στην έδρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έφτασε στη Βιέννη στις 28 Σεπτεμβρίου 1765 την ημέρα που πέθανε ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ι. Είχε άριστες προσωπικές σχέσεις με τη χήρα Μαρία Θηρεσία και τον γιο της Ιωσήφ Β΄ και κατάφερε να χειριστεί τις συνοριακές διαφορές (γύρω από τη λίμνη Garda, και στην Ίστρια) σχετικά με τους δασμούς. Πρότεινε μεταρρύθμιση του Αυτοκρατορικού στρατού αλλά και άλλες μεταρρυθμίσεις στο εμπόριο και τη μεταποίηση.
Ανακηρύχθηκε Ιππότης από τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β', επέστρεψε στη Βενετία το 1769 και μετά διορίστηκε πρέσβης της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη. Έφτασε στο Πέρα στις 17 Ιουλίου 1771: εκείνη την εποχή η Οθωμανική Αυτοκρατορία περνούσε κρίση, εξασθενημένη από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και από την πείνα. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του σουλτάνου Mustafa III και του αδελφού του Abdul Hamid I, και διαδόχου του από το 1774, με τον οποίο είχε επίσης εξαιρετικές σχέσεις. Έκλεισε συμφωνία για τη μεταφορά τροφίμων με βενετσιάνικα πλοία και η Βενετία βγήκε οικονομικά ωφελημένη από αυτό. Στη συνέχεια επανέλαβε τις διαπραγματεύσεις που είχε ήδη ξεκινήσει στη Βιέννη με τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Γκάλιτσεν για να ανοίξει τη Μαύρη Θάλασσα στους Βενετούς εμπόρους, κάνοντας το πρώτο ταξίδι ο ίδιος στην Κριμαία με το πλοίο Madonna del Rosario. Το 1775 επέστρεψε στη Βενετία.
Έμεινε χήρος το 1751, ενώ το 1776 παντρεύτηκε τη Giovanna Margherita Dalmet (είχαν γνωριστεί στην Κωνσταντινούπολη). Ήταν ταπεινής προέλευσης και είχε αμφισβητούμενο παρελθόν (μάλλον ήταν ακροβάτισσα σε τσίρκο), ηλικίας μικρότερης των 35, ο γάμος προκάλεσε το σκάνδαλο των αντιπάλων, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο την πολιτική άνοδο του Renier.
Εκλέχτηκε Δόγης στις 14 Ιανουαρίου 1779. Λέγεται ότι, λόγω της μικρής εκτίμησης που απολάμβανε στην κοινή γνώμη (κυρίως λόγω του γάμου με μία κοινή), είχε εξαγοράσει την εκλογή του χρησιμοποιώντας τα χρήματα που κέρδισε στην Κωνσταντινούπολη.
Η θητεία του δεν ήταν χωρίς γεγονότα. Στις ημέρες της λεγόμενης «συνωμοσίας» του Giorgio Pisani και του Carlo Contarini**, παρενέβη αρκετές φορές και κατάφερε να καθησυχάσει το κλίμα. Το 1782 υποδέχθηκε τον Paul Petrovich Romanov, μελλοντικό τσάρο της Ρωσίας, και τη συζύγό του Sophie Dorotea της Βυρτεμβέργης, ενώ το 1783 δέχτηκε τον Πάπα Πίο VI. Πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1789 από «ρευματικό πυρετό», μετά από τριάντα επτά ημέρες ταλαιπωρίας.
*Ο Επίσημος τίτλος της Βενετίας ήταν “Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία”
Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία (Serenissima Respublica στα λατινικά) είναι τίτλος που χρησιμοποιείτο από αριθμό ευρωπαϊκών κρατών ανά την ιστορία. Κατά παράδοση, ο τίτλος "Γαληνοτάτη" είναι ενδεικτικός εδαφικής κυριαρχίας (επίσης Γαλήνια Εξοχότητα ή Γαληνοτάτη Εξοχότητα για έναν ανεξάρτητο μονάρχη) και, ως συνέπεια, ο τίτλος "Γαληνοτάτη Δημοκρατία" αναφέρεται συγκεκριμένα στην εδαφική κυριαρχία ενός δημοκρατικού καθεστώτος.
Το Σαν Μαρίνο αποτελεί το μοναδικό σύγχρονο ανεξάρτητο κράτος το οποίο χρησιμοποιεί ακόμη τον όρο αυτό. Αν και η επίσημη ονομασία του είναι "Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο", με συντομευμένη εκδοχή το "Σαν Μαρίνο", αναφέρεται ανεπίσημα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο, (Ιταλικά: Serenissima Repubblica di San Marino)
** Το 1780 οι Γερουσιαστές Giorgio Pisani and Carlo Contarini, και οι δύο φτωχοί ευγενείς, έκαναν τολμηρές προτάσεις ενώπιον του Μεγάλου Συμβουλίου, για μεταρρύθμιση της Κυβέρνησης, αποκατάσταση της παλαιάς δύναμης της γερουσίας και να περιορίσουν τα προνόμια των λίγων ευγενών οικογενειών και του συμβουλίου των Δέκα. Ρίχτηκαν στη φυλακή γι’ αυτές τους τις προτάσεις. Άλλο ένα κίνημα με ανάλογα αιτήματα εκδηλώθηκε το 1779-1780, αλλά ο Renier κατηγόρησε τους κινηματίες ως φορείς αναταραχής και συνωμοσίας.
Στις αρχές του Μεσαίωνα, η Βενετία έγινε εξαιρετικά πλούσια χάρη στον έλεγχο του
εμπορίου με την Ανατολή, και άρχισε να επεκτείνεται πέρα από την Αδριατική θάλασσα.
Αυτή η επεκτατική φάση άρχισε γύρω στο έτος 1000, όταν ο στόλος της, καταπολέμησε τους πειρατές που λεηλατούσαν τις βενετικές ακτές, και έτσι ο δόγης Peter ΙΙ Orseolo έλαβε τη διαδοχική αναγνώριση από μέρος των βυζαντινών αυτοκρατόρων του τίτλου του δούκα της Βενετίας και της Δαλματίας (Dux Venetiae ET Dalmatiae).
Στη νότια Ιταλία η νορμανδική κατοχή του Δυρραχίου και της Κέρκυρας προκάλεσε τους βενετούς να
επέμβουν στρατιωτικά. Μετά την αποχώρηση των Νορμανδών η Βενετία πήρε από το Βυζάντιο αυτό που επιθυμούσε διακαώς: Τη χρυσή βούλα του Μαΐου του 1082, με την οποία ο Αυτοκράτορας χορηγούσε στους εμπόρους προνόμια και απαλλαγές: Αυτή η αρχική παραχώρηση στη συνέχεια πολλές φορές διευρύνθηκε με άλλες συμφωνίες με τις οποίες οι αυτοκράτορες αντάμειβαν και πλήρωναν την ναυτική υποστήριξη πρώην αποίκων τους.
Η αυξανόμενη δύναμη και ο υψηλός αριθμός των προνομίων έφερε σε αντίθεση το Βυζάντιο με την Βενετία οδηγώντας σε μία σειρά συρράξεων ( 1122-1126 και 1171-1175), που ευνόησαν την Γένοβα να επεκταθεί προς την Ανατολή. Η Βενετία έκανε πολύ λίγες προσπάθειες για να ενισχύσει τις πρώτες σταυροφορίες: Συμμετείχε για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ όταν η 1η σταυροφορία είχε ήδη ξεκινήσει, δεν συμμετείχε στην δεύτερη αλλά έστειλε έναν στόλο στην τρίτη σταυροφορία, χάρη στην οποία αποκόμισε διάφορα ωφελήματα όπως επίσης η Πίζα και η Γένοβα. Το 1204 ο στρατός των Σταυροφόρων κατέστρεψε τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Στην τελευταία εικοσαετία του 12ο αιώνα η Βενετία συμμετείχε ενάντια στην Ουγγαρία στον πόλεμο της Zara (Ντουμπρόβνικ) για τον έλεγχο της Δαλματίας, που ολοκληρώθηκε το 1202 με την κατοχή της πόλης. Υπό τον Δόγη Enrico Dandolo η συμμετοχή στην τέταρτη σταυροφορία αποδείχθηκε θεμελιώδης για την κυρίευση της Zara (1202) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204). Οι αμύθητοι θησαυροί μοιράστηκαν ανάμεσα στον αυτοκράτορα Baldovino της Φλάνδρας, στον μαρκήσιο του Monferrato, στους Φράγκους πρίγκιπες και βαρώνους και τους Βενετούς, οι οποίοι έλαβαν ένα τέταρτο και μισό των εδαφών της κατεστραμμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθώς και μία συνοικία στην Κωνσταντινούπολης. Στη συνέχεια, ο Δόγης της Βενετίας έλαβε τον τίτλο "dominator quarte partis et dimidae totius imperii Romanii" = κυβερνήτης του ενός τετάρτου και μισού ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Βενετία κέρδισε πολλά εδάφη στο Αιγαίο, ανάμεσα στα οποία την Κρήτη και την Εύβοια, καθώς και πολυάριθμα λιμάνια και οχυρά στην Πελοπόννησο.
Η κατάκτηση της Κρήτης ιδιαίτερα, ήταν επίπονη τη Δημοκρατία, απαιτώντας για την ολοκλήρωσή της σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μισό του 1200. Μεταξύ 1255 και 1270 η δημοκρατία συνεπλάκη βίαια με τη Γένοβα για τον έλεγχο των αγορών της Ανατολής. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, θα παρείχε σύντομα την αιτία για νέες συγκρούσεις μεταξύ των ιταλικών θαλασσοκρατοριών.
Αποκλείοντας από το Μεγάλο Συμβούλιο -1297- την πρόσβαση στην κυβέρνηση
σε νέες οικογένειες, η Βενετία έδωσε την οριστική μορφή στην ολιγαρχική Δημοκρατία, η οποία κυβερνιόνταν από έμπορους ευγενείς.
Η Δημοκρατία επεκτάθηκε στους επόμενους αιώνες σε πολλά νησιά και εδάφη της
Αδριατικής και της Μεσογείου περιλαμβάνοντας, για αιώνες σχεδόν, όλες οι ακτές της
ανατολικής Αδριατικής, αλλά και τα μεγάλα νησιά της Κρήτης και της Κύπρου, μεγάλο μέρος των ελληνικών νησιών και την Πελοπόννησο («Morea» για τους Βενετούς). Οι άκρες της έφταναν μέχρι τον Βόσπορο. Όλο αυτό το συγκρότημα παράκτιων και νησιωτικών κτήσεων ονομάστηκε Stato da Màr, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ονόμαζαν Stato da Tera η Stato di Terraferma (κτήσεις της ηπειρωτικής χώρας) και Dogado. (πόλη και προάστια της πρωτεύουσας). Διεξήγαγε μεταξύ του 1368-1370, τον πόλεμο της Τεργέστης, προκειμένου να τιμωρήσει την πόλη αυτή για τις απειλές που εκδήλωνε ενάντια στους εμπορικούς βενετικούς δρόμους. Αλλά το 1379 η Βενετία απειλήθηκε σοβαρά στην Αδριατική από τη Γένοβα, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Chioggia ο οποίος τελείωσε με μηδενικό αποτέλεσμα, αποδυναμώνοντας τον αντίπαλό της.
Για αιώνες η Δημοκρατία ήταν πρώτιστα ένα κράτος αποτελούμενο από νησιά και παράκτιες
ζώνες, το αποκαλούμενο Stato da Màr. Μόνο περιορισμένες περιοχές της βενετικής ενδοχώρας είχαν συμπεριληφθεί προκειμένου να αποτελέσουν αμυντικά εμπόδια ενάντια στην επέκταση γειτονικών πόλεων. Στην αρχή του 15ο αιώνα, οι βενετοί άρχισαν εντούτοις να επεκτείνονται αρκετά επίσης και στην ενδοχώρα. Το 1410 η Βενετία είχε κατακτήσει ήδη μεγάλο μέρος του Βένετο, συμπεριλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις όπως τη Βερόνα και Πάδοβα. Το 1428 έγιναν επίσης βενετικές οι πόλεις της Λομβαρδίας Μπέργκαμο, Μπρέσια, και Κρέμα. Το 1489 προσαρτήθηκε το νησί της Κύπρου. Παράλληλα, στις αρχές του 16ο αιώνα έγιναν βενετικές οι πόλεις Κρεμόνα, Φορλί, Τσεζένα, Μονόπολι, Μπάρι κλπ. ερχόμενοι όμως σε σύγκρουση με το παπικό κράτος. Αυτό έφερε το 1508 στο σχηματισμό της Συμμαχίας του Καμπράι ενάντιων της Βενετίας, στην οποία ο πάπας, ο βασιλιάς της Γαλλίας, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο βασιλιάς της Αραγονίας ενώθηκαν προκειμένου να την καταστρέψουν. Το 1509 ο συνασπισμός έσπασε, και η Βενετία σώθηκε. Ο στόλος όμως καταστράφηκε σχεδόν εντελώς σε ναυμαχία στο τέλος εκείνου του έτους.
Τον 16ο αιώνα ο διάδοχος του Σουλεϊμάν στον οθωμανικό θρόνο, Σελίμ ΙΙ, ξανάρχισε τις εχθροπραξίες με τις εναπομείναντες βενετικές κτήσεις της ανατολής κάνοντας επίθεση στην Κύπρο, η οποία έπεσε ύστερα από μακρά και ηρωική αντίσταση. Η Βενετία αντέδρασε στέλνοντας στόλο στο Αιγαίο και συνδέοντας σχέσεις με τον Πίο Β’, με σκοπό την δημιουργία μίας χριστιανικής ένωσης που θα υποστήριζε την πολεμική προσπάθεια της Γαληνοτάτης. Η Ένωση έγινε τελικά το 1571. Οι ενωμένες τις δυνάμεις της Βενετίας, της Ισπανίας, του παπισμού και της αυτοκρατορίας, κάτω από τις διαταγές του Ιωάννη της Αυστρίας, αδελφό του Φιλίππου ΙΙ βασιλιά της Ισπανίας με 236 χριστιανικά σκάφη ενωμένα στον κόλπο της Ναυπάκτου (Lepanto) συναντήθηκαν με 232 τουρκικά σκάφη διοικούμενα από τον Capudan Αλί πασά. Ήταν η 7η Οκτωβρίου 1571 και η μεγάλη ναυμαχία, που κράτησε από το μεσημέρι μέχρι το ηλιοβασίλεμα, τελείωσε με τη νίκη της χριστιανικής ένωσης. Η εξασθενημένη Βενετία αναγκάστηκε όμως να υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης και να παραχωρήσει στους Οθωμανούς την Κύπρο και άλλα εδάφη στις ακτές της Πελοποννήσου.
Με αυτήν την συνθήκη άρχισε η στρατιωτική και θαλάσσια συρρίκνωση της Γαληνοτάτης.
Τον 17ο αιώνα, μετά από μακρά σύγκρουση (1645-69) χάθηκε επίσης και η Κρήτη, ύστερα
από μία πολιορκία που διάρκεσε περίπου 24 έτη. Η Βενετία πέτυχε εντούτοις να
ανακαταλάβει ακόμα το 1683-87 ολόκληρη την Πελοπόννησο, χάρη στις δυνατότητες του
τελευταίου μεγάλου στρατηλάτη της, Francisco Morosini, και ως συνέπεια της ειρήνης του
Carlowitz (1699). Ο Μοριάς ανακαταλήφθηκε όμως σύντομα από την οθωμανική
αυτοκρατορία το 1718.
Μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), η Βενετία έπρεπε να παραχωρήσει στους Τούρκους την Κρήτη και την Πελοπόννησο αλλά θα μπορούσε να κρατήσει τα Επτάνησα και να επεκτείνει τις κτίσεις της στη Δαλματία. Τον 18ο αιώνα η Δημοκρατία, που είχε χάσει σταδιακά την δύναμη της, αποφάσισε να ακολουθήσει μία συντηρητική πολιτική ουδετερότητας. Εντούτοις σε αυτήν την περίοδο η Βενετία – αν και ήδη πολιτικά στον δρόμο της παρακμής - πολιτιστικά έλαμπε ακόμα (Vivaldi στη μουσική, Goldoni στη λογοτεχνία, Tiepolo και Canaletto στη ζωγραφική).
Την παραμονή του νέου 19ου αιώνα, η δημόσια βενετική ζωή ταράχτηκε από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα που προκλήθηκαν από τις νέες ιδέες που εισήχθηκαν από τη γαλλική
επανάσταση. Η κυβέρνηση, άκαμπτη και με συντηρητικές θέσεις, δεν μπόρεσε να δώσει μια
αποτελεσματική αντίδραση. Αυτή η κατάσταση ευνόησε την τελική πτώση της Δημοκρατίας.
Παρά την δηλωμένη ουδετερότητα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ιταλία από την
επαναστατική Γαλλία, η Δημοκρατία γνώρισε την εισβολή από τα γαλλικά στρατεύματα του
Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1797), τα οποία κατέλαβαν την ηπειρωτική χώρα, φθάνοντας στα
όρια της λιμνοθάλασσας. Ως συνέπεια των γαλλικών απειλών να εισχωρήσουν στην πόλη,
στην συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 1797, ο Δόγης και οι δικαστές παραιτούνται ενώ και το
Μεγάλο Συμβούλιο παραιτείται και κηρύσσει λήγουσα την Δημοκρατία, καθιερώνοντας μία
προσωρινή δημοτική κυβέρνηση. Ο Ναπολέοντας μπαίνει λοιπόν στη Βενετία χωρίς αυτή να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό, εκτός από έναν κανονιοβολισμό από οχυρό που θα καταστρέψει μία Γαλλική φρεγάτα.