Μαραμπού
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.