οπου , , , ,
Καλή όρεξη στους καλοφαγάδες της Κρήτης!
«Του συντρόφου του ό Πάτροκλος κείνα πού του ‘πε πιάνει.
Κι αυτός κρεατοκούτσουρο μεγάλο τότες βάνει
έκειά στη φέξη της φωθιάς, αίγας κι αρνιού την πλάτη
τιάνω ‘θεκε, και γουρουνιού της πλάτης το κομμάτι,
π’ ατιό το πάχος γυάλιζε, και πιάνει τα κι αρχίζει,
και βαστά ντου Αύτομέδοντας και τα χοντρομελίζει,
κατόπι σε μικρότερα κομμάτια διαμελά τα,
κι ωσάν τ’ άπομορφόκοψε, στις σούβλες και περνά τα.
Κι ό Πάτροκλος ό θεϊκός φωθιά μεγάλην άφτει
κ/ ως ή φωθιά κατάκατσεν, ή φλόγα κι ασκοντάφτει,
κι αποκαταφλογόσβησε, τότες κι εκείνος παίρνει,
έστρωσε την καρβουνοσιά, τις σούβλες του και σέρνει
τιάνω σια διχαλόξυλα, κι ανασηκώνοντας τις
απ’ τα διχάλια, μ’ άγιον άλάτσι πασπαλά τις.
Σάν τα ‘ψησε και τ’ άτιλωσε στην τάβλα και τα σιάζει,
σ’ ώρια πανέρια το ψωμίκι ό Πάτροκλος μοιράζει… «
Ιλιάδα-Όμηρος, Ραψωδία I, μετάφραση Γ. Ψυχουντάκη