thaler
|
|
« Απάντηση #578 στις: Ιανουάριος 06, 2024, 12:15:21 πμ » |
|
[1] Ο Sir Joseph Edgar Boehm, (1834 – 1890) ήταν χαράκτης και γλύπτης, γνωστός για το «Jubilee Head» της βασίλισσας Βικτώριας σε νομίσματα και το άγαλμα του Δούκα του Ουέλινγκτον. στο Hyde Park Corner. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Boehm διατήρησε ένα μεγάλο στούντιο στο Λονδίνο και παρήγαγε σημαντικό όγκο δημοσίων έργων και ιδιωτικών παραγγελιών. H ειδικότητα του Boehm ήταν το πορτρέτο-προτομή. Συχνά, η βασιλική οικογένεια αλλά και μέλη της αριστοκρατίας του ανέθεταν να φτιάξει γλυπτά για τα πάρκα και τους κήπους τους. Τα έργα του ήταν πολλά και εξέθεσε 123 από αυτά στη Βασιλική Ακαδημία από το 1862 έως τον θάνατό του το 1890. Γεννήθηκε στη Βιέννη αλλά είχε Ουγγρική καταγωγή. Ο πατέρας του, Josef Daniel Böhm, ήταν κατασκευαστής αυτοκρατορικών μεταλλίων και διευθυντής του αυτοκρατορικού νομισματοκοπείου στη Βιέννη. Από το 1848 έως το 1851 ο Boehm σπούδασε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Βιέννη όπου συνέχισε τις σπουδές του πριν εργαστεί στην Ιταλία και στη συνέχεια, από το 1859 έως το 1862 στο Παρίσι. Το 1862, ο Boehm εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου και άνοιξε ένα στούντιο. Η επιτυχία των έργων του υπήρξε μεγάλη. Το 1869, τα έργα του Boehm κέντρισαν στην προσοχή της βασίλισσας Βικτώριας και κέρδισε γρήγορα την εύνοια της βασιλικής αυλής. Συνολικά, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Boehm ολοκλήρωσε πάνω από σαράντα βασιλικές παραγγελίες. Κέρδισε πολλές παραγγελίες για τη δημιουργία αγαλμάτων της Βικτώριας για να σηματοδοτήσει το Χρυσό Ιωβηλαίο της. Τα νομίσματά του υπογράφονταν με τα αρχικά J.E.B. κάτω από τον ώμο. Η πιο διάσημη μαθήτριά του ήταν η πριγκίπισσα Louise, κόρη της βασίλισσας Βικτώριας, η οποία ήταν στο σπίτι του, όταν ο Boehm πέθανε ξαφνικά στις 12 Δεκεμβρίου 1890, προκαλώντας εικασίες στον Τύπο για σεξουαλική σχέση μεταξύ των δύο. Σύμφωνα με την ιστορικό Lucinda Hawksley, οι δυο τους είχαν μια μακροχρόνια σχέση αγάπης. Υπάρχει ένα μνημείο του Boehm στον τάφο του, στην κρύπτη του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο.
[2] Ο Benedetto Pistrucci (1783–1855) ήταν Ιταλός χαράκτης πολύτιμων λίθων, μεταλλίων και νομισμάτων. Γεννημένος στη Ρώμη το 1783, σπούδασε για λίγο με άλλους καλλιτέχνες προτού συνεχίσει μόνος του σε ηλικία 15 ετών. Το 1815, μετακόμισε στη Βρετανία, όπου θα ζούσε για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το ταλέντο του προσέλκυσε την προσοχή σημαντικών καλλιτεχνών, όπως ο William Wellesley-Pole, διευθυντής του Royal Mint, ο οποίος προσέλαβε τον Pistrucci για τη σχεδίαση νέων νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου της χρυσής λίρας, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1817. Αν και ο Pole πιθανώς υποσχέθηκε στον Pistrucci τη θέση του Αρχιχαράκτη, η θέση δεν μπορούσε να του δοθεί καθώς μόνο ένας Βρετανός υπήκοος θα μπορούσε να την κατέχει. Αυτό ήταν ένα μακροχρόνιο παράπονο του Pistrucci. Έγινε πολύ γνωστός στην αριστοκρατία του Λονδίνου για τα έργα του. Μια από τις γνωριμίες του ήταν ο Λόρδος και τη Λαίδη Σπένσερ, η οποία έδειξε στον Postrucci ένα μοντέλο του Αγίου Γεωργίου και του Δράκου του διάσημου χαράκτη Nathaniel Marchant και του ανέθεσε να το αναπαράγει σε ελληνικό στιλ ως έμβλημα του συζύγου της που ήταν Ιππότης του τάγματος του Garter. Ο Postrucci όντως παρήγαγε το ανάγλυφο του έργου χρησιμοποιώντας ως μοντέλο του αγίου έναν Ιταλό σερβιτόρο από το ξενοδοχείο Brunet στην πλατεία Leicester, όπου είχε μείνει μετά την άφιξή του στο Λονδίνο. Μετά την ολοκλήρωση του έργου ο Pistrucci πρότεινε στον Pole σχέδιό του με τον Αγ. Γεώργιο και τον δράκο για τη χρυσή λίρα (sovereign), ένα νέο χρυσό νόμισμα ίσο με μία λίβρα που επρόκειτο να κοπεί. Για μια αμοιβή 100 guineas, ο Pistrucci δημιούργησε το σχέδιο του sovereign, χαράσσοντάς το ο ίδιος. Απεικόνισε τον άγιο πάνω σε ένα άλογο που ποδοπατάει τον πληγωμένο δράκο. Ο Γιώργος έχει ένα σπασμένο δόρυ στο χέρι του, ένα μέρος του βρίσκεται στον δράκο και ένα άλλο θραύσμα βρίσκεται στο έδαφος. Το αρχικό σχέδιο του Pistrucci, κυκλοφόρησε το 1817–1819 και επαναλήφθηκε από το Βασιλικό Νομισματοκοπείο το 2017 (Garter type). Το σχέδιο, με τον Άγιο Γεώργιο να φέρει ένα ξίφος αντί για ένα δόρυ, χρησιμοποιήθηκε επίσης για την ασημένια κορώνα από το 1818. Το 1819, ανατέθηκε στον Pistrucci να σχεδιάσει το Μετάλλιο του Βατερλώ, ένα τεράστιο κομμάτι διαμέτρου περίπου 130 mm που η κυβέρνηση σχεδίαζε να απονείμει στους νικητές στρατηγούς και εθνικούς ηγέτες που είχαν νικήσει τον Ναπολέοντα. Η τιμή του Pistrucci ήταν 2.400 λίρες και η προκαταβολή του επέτρεψε να φέρει την οικογένειά του από την Ιταλία. Ένα γιγάντιο εγχείρημα, που χρειάστηκε 30 χρόνια για να ολοκληρωθεί.
[3] Ο Σαλικός Νόμος (λατ. Lex Salica) είναι νομικός κώδικας που συντάχθηκε κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα για τους Σάλιους Φράγκους στη λαϊκή Λατινική γλώσσα. Αποτελεί δείγμα του Φραγκικού Δικαίου, μαζί με τον Ριπουάριο Νόμο, που συντάχθηκε γύρω στο 540 μ.Χ. Περιέχει κυρίως κανόνες ποινικής δικονομίας και προπαντός τα περιβόητα "βέργκελτ", τις προβλεπόμενες από το νόμο αποζημιώσεις σε είδος ή σε χρηματικά ποσά, που όφειλε να καταβάλει ο θύτης στην οικογένεια του θύματός του, ώστε να περιορίζονται οι πράξεις αντεκδίκησης. Ο Σαλικός Νόμος ορισμένες φορές θεωρείται συνώνυμος με τη διαδοχή κατ' αρρενογονία, που όντως υπαγορεύεται σε μια από τις διατάξεις του.
[4] Οι Πόλεμοι του Οπίου ήταν δύο πόλεμοι ανάμεσα στην Δυναστεία Τσινγκ και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου μεταξύ της δυναστείας Qing και του Ηνωμένου Βασιλείου (1839-1842) ξέσπασε ως αντίδραση των Βρετανών στις πολιτικές του Κινέζου αυτοκράτορα κατά του εμπορίου του οπίου. Ο δεύτερος πόλεμος του οπίου ήταν η σύγκρουση της δυναστείας των Qing με τη Βρετανία και τη Γαλλία, στα 1856-1860. Σε κάθε σύγκρουση, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν χρήση σύγχρονης και πιο εξελιγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας από τις δυνάμεις των Qing. Ως συνέπεια, οι ηττημένοι αναγκάζονται να επιβάλλουν ευνοϊκότερους δασμούς για τους Ευρωπαίους στα εισαγόμενα στην Κίνα προϊόντα, να πραγματοποιήσουν εμπορικές, αλλά και κομβικής εμπορικής σημασίας εδαφικές παραχωρήσεις υπέρ των νικητών. Οι πόλεμοι αυτοί και οι μετέπειτα επιβληθείσες Συνθήκες εξασθένισαν τη δυναστεία των Qing και τις κινεζικές κυβερνήσεις και ανάγκασαν την Κίνα να "ανοίξει" συγκεκριμένα λιμάνια στους Ευρωπαίους (ειδικά τη Σαγκάη και τη Κουανγκτσόου) που ήταν κέντρα του διαμετακομιστικού εμπορίου όλης της αυτοκρατορίας. Επιπρόσθετα, η παραχώρηση του Χονγκ Κονγκ, το 1842, μετά τους πολέμους έθεσε σε κίνδυνο την εδαφική κυριαρχία της Κίνας.
[5] Ο Χένρυ Τζον Τεμπλ, 3ος Υποκόμης Πάλμερστον, (1784-1865), γνωστότερος ως Πάλμερστον, ήταν Άγγλος πολιτικός. Η πολιτική του επηρέασε σημαντικά και την εξέλιξη του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους. Ενώ ήταν αρχικά φιλέλληνας, έτρεφε αισθήματα συμπάθειας για τους Έλληνες και ήταν υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, πολλές φορές όμως υποστήριξε τα βρετανικά συμφέροντα που ταυτίζονταν με τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έναντι των ελληνικών, επειδή φοβόταν αφενός τον έλεγχο των στενών των Δαρδανελλίων από τους Ρώσους και αφετέρου την εγκατάσταση των Γάλλων στην Αίγυπτο. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που επεδίωξε και πέτυχε την υπογραφή της συνθήκης του 1839 με τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, μέσω της οποίας προστατευόταν πλέον η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γαλλία έπαψε να υποστηρίζει την εκστρατεία απόσχισης του ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη, από την Υψηλή Πύλη, αλλά και ακόμη αντιτάχθηκε στην επέκταση της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία και Ινδία που είχε ως συνέπεια την πρόκληση του πολέμου κατά της Κίνας. Γενικά ως Υπουργός αναμιγνυόταν με οξύτητα σε υποθέσεις ευρωπαϊκών Χωρών φερόμενος υπεροπτικά σε ξένους πρεσβευτές, ήταν ισχυρογνώμων και αυταρχικός, διέγειρε εντός αλλά και εκτός της Αγγλίας ισχυρές αντιπάθειες προσπαθώντας να διατηρεί με το μέρος του την αγγλική κοινή γνώμη από τη θέρμη με την οποία υπεράσπιζε τα αγγλικά συμφέροντα. Όταν το 1841 η κυβέρνηση των Ουΐγων παραιτήθηκε, ο Πάλμερστον για μια πενταετία περιορίσθηκε στη δράση του βουλευτού μέχρι το 1846 που ανέλαβαν πάλι οι Ουΐγοι και ο ίδιος πάλι ως Υπουργός των Εξωτερικών. Τότε υποστήριξε τα κινήματα ευρωπαϊκών λαών για την ανεξαρτησία τους, αλλ΄ όμως δεν δίστασε το 1850, κατόπιν επεισοδίου του πορτογαλοεβραίου και Άγγλου υπηκόου Δαυίδ Πατσίφικο να ασκήσει κατά της Ελλάδας βιαιότατη πολιτική χωρίς προηγουμένη στοιχειώδη έρευνα, λόγω αντιπάθειας που έτρεφε προς τον βασιλιά Όθωνα. Αντιμετωπίζοντας τότε ο ίδιος εξέγερση μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο υποστηρίζοντας ότι η Μεγάλη Βρετανία στην υπεράσπιση των υπηκόων της έχει και το δικαίωμα να υποκαθιστά τα ξένα δικαστήρια και ότι κάθε Βρετανός υπήκοος οπουδήποτε στη Γη ευρισκόμενος μπορεί επί των ημερών του να λέγει υπερήφανα μπροστά σε όλο τον κόσμο «Είμαι Άγγλος πολίτης!». Το 1855 του ανατέθηκε η πρωθυπουργία για τρία χρόνια, και ξανά έγινε πρωθυπουργός το 1859 μέχρι το θάνατό του σε ηλικία 80 ετών το 1865.
[6] Τον Απρίλιο του 1849, κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα, απαγορεύθηκε από τις αρχές το έθιμο του καψίματος του Ιούδα. Εξαγριωμένοι Αθηναίοι επέδραμαν επί της οικίας ενός εβραίου τυχοδιώκτη, ονόματι Δαβίδ Πατσίφικο, στην οδό Καραϊσκάκη στου Ψυρρή, προξενώντας ασήμαντες ζημίες. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει ότι το περιστατικό έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή κατά την περιφορά του Επιταφίου του Αγίου Φιλίππου, όταν ο Πατσίφικο προκάλεσε τους πιστούς. Ο Πατσίφικο, που είχε διατελέσει πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα, αλλά είχε απαλλαγεί των καθηκόντων του λόγω καταχρήσεων, στράφηκε κατά της ελληνικής κυβερνήσεως και ζήτησε αποζημίωση 888.736 δραχμών και 57 λεπτών. Ο πανούργος τυχοδιώκτης έβαλε στο παιγνίδι και την Αγγλία, αφού, εν τω μεταξύ, είχε αποκτήσει τη βρετανική υπηκοότητα. Η πονηρή Μ. Βρετανία, που ανταγωνίζονταν Γαλλία και Ρωσία στην περιοχή, ζήτησε την καταβολή του υπέρογκου ποσού στον υπήκοό της. Η κυβέρνηση Κριεζή αρνήθηκε και η Αγγλία διέταξε στις 3 Ιανουαρίου του 1850 τον ναύαρχο Ουίλιαμ Πάρκερ να επιβάλλει ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά και τα κυριότερα ελληνικά λιμάνια. Η Ελλάδα υπέστη ανυπολόγιστες ζημίες, ιδίως οι έμποροι και οι ναυτιλλόμενοι, ενώ σημαντικά ήταν και τα προβλήματα επισιτισμού στην πρωτεύουσα. Η σθεναρή στάση του βασιλιά Όθωνα συσπείρωσε το λαό, που με ψυχραιμία και καρτερικότητα αντιμετώπισε την αγγλική πρόκληση. Ο αποκλεισμός ήρθη τελικά στις 15 Απριλίου του 1850, μετά και από την αντίδραση Γαλλίας και Ρωσίας, τα συμφέροντα των οποίων είχαν πληγεί από τον αποκλεισμό. Το θέμα Πατσίφικο παραπέμφθηκε τελικά σε διαιτησία και η αποζημίωση που του επιδικάσθηκε ήταν μόλις 3.750 δραχμές, ποσό, όμως, σημαντικό για το φτωχό ελληνικό κράτος εκείνη την εποχή. Άλλο ένα κίνητρο για τη Βρετανία ήταν πως επιθυμούσε το νησάκι της Σαπιέντζας για ναυτική βάση, θεωρώντας το εξάρτημα της αγγλοκρατούμενης Ζακύνθου, αλλά η Ελλάδα αρνούνταν αυτή την παραχώρηση.
[7] Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Η σύρραξη υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, όμως πραγματοποιήθηκαν και μικρότερης έντασης εκστρατείες στη δυτική Ανατολία, τον Καύκασο, τη Βαλτική Θάλασσα, τη Λευκή Θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Στον πόλεμο αυτό, συμμετείχαν και περίπου 1000 Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των Ρώσων και έμεινε γνωστή ως η «Ελληνική Λεγεώνα του Αυτοκράτορα Νικολάου Α'». Αρχηγοί των Ελλήνων εθελοντών υπήρξαν, μεταξύ άλλων, οι Αριστείδης Χρυσοβέργης και Πάνος Κορωναίος. Από άποψη τεχνολογίας ήταν ο πρώτος πόλεμος που εισήγαγε μεγάλο αριθμό τεχνολογικών καινοτομιών. Συγκεκριμένα, ήταν η πρώτη σύρραξη όπου οι αντιμαχόμενοι έκαναν εκτεταμένη χρήση σε τακτικό επίπεδο του σιδηροδρόμου και του τηλέγραφου. Ένα καλώδιο τηλέγραφου βυθίστηκε στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Βάρνας και Μπαλακλάβα, μήκους 500 χιλιομέτρων, πράγμα που επέτρεπε να γίνονται τακτικές ενημερώσεις, μέσα σε διάστημα ελαχίστων ωρών! Τέλος, ήταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος καταγράφηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής. Ανταποκριτές εφημερίδων ήταν παρόντες και από τις δύο εχθρικές παρατάξεις. Μάλιστα ένας από αυτούς τους δημοσιογράφους που κάλυπτε για τους Ρώσους τα πολεμικά γεγονότα ήταν ένας νεαρός συγγραφέας, που τον ονόμαζαν Λέων Τολστόι! Ο πόλεμος τελείωσε με την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων (1856). Σύμφωνα μ’ αυτή, οι Ρώσοι υποχρεώνονταν να παραδώσουν στον σουλτάνο το Καρς και όλα τα εδάφη της Ανατολίας που είχαν καταλάβει. Οι σύμμαχοι υποχρεώνονταν να παραδώσουν στους Ρώσους τις πόλεις Σεβαστούπολη, Μπαλακλάβα, Κάμιες, Ευπατορία, Χερσώνα, Γενίκαλε και όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει. Η Μολδαβία και η Βλαχία θα δίνονταν και πάλι στον σουλτάνο. Μετά την αποχώρηση των αυστριακών στρατευμάτων από αυτή όμως η Μολδαβία γινόταν ουσιαστικά ανεξάρτητη. Επίσης ο τσάρος και ο σουλτάνος δεσμεύονταν ότι δεν θα ιδρύσουν νέες ναυτικές βάσεις στη Μαύρη Θάλασσα. Επίσης, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ρωσική πλευρά, ηττημένη του πολέμου, δεν κατάφερε να βρει διέξοδο προς τα Στενά του Βοσπόρου είχε όμως ελάχιστες εδαφικές απώλειες. Δυστυχώς οι ανθρώπινες απώλειες του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν τεράστιες καθώς 240.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν.
[8] Από τη μία οι ολλανδικές (ή Μπόερ) δημοκρατίες του ελεύθερου κράτους της Οράγγης και του Τράνσβααλ, και από την άλλη οι βρετανικές αποικίες Νατάλ και Ακρωτηρίου, που ανήκαν στη βασίλισσα Βικτωρία, αποτέλεσαν πεδίο μάχης για τους αποίκους, που αλληλοεξοντώνονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των 10.000 χιλιομέτρων μακριά από την πατρίδα τους. Οι Μπόερς ήταν Ολλανδοί αγρότες οι οποίοι στο πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα μετανάστευσαν στη Νότια Αφρική για να αναζητήσουν την τύχη τους. Είχαν αποικήσει ένα μεγάλο τμήμα αυτών των τεράστιων περιοχών, δημιουργώντας αγροκτήματα και εκτρέφοντας βοοειδή. Πάνω από όλα, όμως άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών. Η έχθρα ανάμεσα στις δυο κοινότητες χρονολογείται από την εποχή μιας πράξης του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Το 1880, η Βρετανία είχε προσαρτήσει το Τράνσβααλ, αλλά στη συνέχεια υποχρεώθηκε να υπαναχωρήσει όταν έχασε τη μάχη του Μαζούμπα Χιλ (1881). Αμέσως μετά ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα χρυσού στο Τράνσβααλ, οπότε άρχισε ο πυρετός του χρυσού που έφερε στην περιοχή από το Ακρωτήριο και το Νατάλ χιλιάδες Βρετανούς που ήλθαν να εγκατασταθούν στην περιοχή επιζητώντας, χωρίς αποτέλεσμα όμως, το δικαίωμα ψήφου και της φορολογικής εξομοίωσης. Αποτέλεσμα ήταν να ενταθεί η κατάσταση σε επικίνδυνο βαθμό. Το 1899 ξέσπασαν οι μάχες. Στη διάρκεια της πρώτης φάσης του πολέμου οι Μπόερς, που είχαν κινητοποιήσει ένα στρατό 40.000 ανδρών, βρίσκονταν στην επίθεση νικώντας του Βρετανούς. Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος έπρεπε να αντιδράσει. Το απαιτούσε η Βασίλισσα Βικτωρία. Έτσι, κατέφθασαν ενισχύσεις: 60.000 Βρετανοί στρατιώτες αποβιβάστηκαν και νίκησαν κατά κράτος τους Μπόερς. Η ελεύθερη επαρχία του Οράγγη προσαρτήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και τελικώς η Πρετόρια έπεσε στις 5 Ιουνίου 1900, με το Τρανσβάαλ να βρίσκεται κοντά. Η νίκη όμως ήταν επιφανειακή, καθώς άρχισε ο ανταρτοπόλεμος των Ολλανδών. Οι Βρετανοί απάντησαν με δύο χρόνια άγριων σφαγών, καταπίεσης και ερήμωσης σε βάρος των Ολλανδών πολιτών. Τα Βρετανικά στρατεύματα κατέστρεψαν και κατέκαψαν κάθε είδους ιδιοκτησία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αιχμάλωτοι Μπόερς (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα, όπου σχεδόν 20.000 πέθαναν. Οι ειδήσεις σχετικά με τις απάνθρωπες συνθήκες των Βρετανών στους αιχμαλώτους όξυναν την αρνητική εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου στη διεθνή κοινότητα. Περίπου 116.572 Μπόερς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με επιπλέον 120.000 νέγρους Αφρικανούς. Λόγω των άθλιων συνθηκών στα στρατόπεδα, περίπου το 25% των Μπόερς (27.927 Μπόερς εκ των οποίων 22.074 ήταν παιδιά κάτω των 16) και το 12% των Αφρικανών αιχμαλώτων (14.155 αν και ορισμένοι υπολογισμοί αναφέρουν 20.000) πέθαναν. Με τη Συνθήκη του Φεριένεχινγκ, η οποία υπογράφηκε στις 31 Μαΐου 1902, οι δημοκρατίες ενσωματώθηκαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία και, το 1910, σχημάτισαν τη Νοτιοαφρικανική Ένωση μαζί με τις αποικίες Κέιπ και Νατάλ.
Δεκτά όπως πάντα με μεγάλη μου χαρά κάθε δικά σας σχόλια, παρατηρήσεις, προσθήκη πληροφοριών κλπ.
|