thaler
|
|
« Απάντηση #213 στις: Μάρτιος 06, 2018, 10:52:39 μμ » |
|
Γεια σας φίλοι μου. Σήμερα, σε συνέχεια του προηγούμενου νομίσματος, θα σας παρουσιάσω από τη συλλογή μου το δεύτερο (και τελευταίο) τάληρο που έκοψε η Σερβία. Πρόκειται περί ενός επετειακού τάληρου για τη συμπλήρωση 100 ετών της έτερης δυναστείας, των Καραγεώργεβιτς. Κόπηκε επί βασιλείας του Πέτρου Α΄ Καραγιώργεβιτς, ίσως του πιο ικανού σύγχρονου Σέρβου βασιλιά.
Χαρακτηριστικά νομίσματος: Βάρος: 25 gr. Διάμετρος: 37 mm Ασήμι: 0.900 Βιβλιογραφία: KM# 27, Dav-305 Αξία: 5 Dinara Χρονιά κοπής: 1904 Τιράζ: 200.000 Νομισματοκοπείο: Vienna Χαράκτης: Stefan Schwartz
Μπροστά: Ο Πέτρος Ι και πίσω του ο ιδρυτής της δυναστείας Γεώργιος Καραγεώργεβιτς κοιτάζουν δεξιά Επιγραφή: ПЕТАР I КАРА-ЂОРЂЕ SCHWARTZ
Πίσω: Ο θυρεός της Σερβίας με την επιγραφή: 1804 1904 * 5 ДИНАРА *
Επιγραφή περιμέτρου: Υπάρχουν δύο τύποι. Στο τιράζ δεν υπάρχει διαχωρισμός των δύο τύπων αλλά νομίζω πως ο 2ος τύπος είναι πιο σπάνιος. Το δικό μου είναι του 1ου τύπου. 1ος τύπος:***** БОГ * ЧУВА * СРБИJУ 2ος τύπος: ***** БОГ * СРБИJУ * ЧУВА Μετάφραση: Ο Θεός προστατεύει τη Σερβία
Ήταν γιος του Αλέξανδρου Καραγεώργεβιτς (πρίγκιπα της Σερβίας το 1842-1858) και εγγονός του ιδρυτή της Δυναστείας Γεωργίου Καραγεώργεβιτς που ηγήθηκε την πρώτη Σερβική επανάσταση το 1804-1813. Γεννήθηκε το 1844, σπούδασε στη Γαλλία και έλαβε μέρος το Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1870-71 ως Γάλλος αξιωματικός. Παρασημοφορήθηκε για τη συμμετοχή του αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Πρώσσους, κατάφερε όμως να δραπετεύσει. Με το ξέσπασμα της επανάστασης της Βοσνίας το 1875, ο Πέτρος επέστρεψε στα Βαλκάνια και πολέμησε τους Οθωμανούς. Πέτυχε σημαντικές νίκες αλλά ανακάλυψε ότι ο πρίγκηπας Μίλαν της Σερβίας σχεδίαζε να τον δολοφονήσει φοβούμενος την εκθρόνισή του. Αυτό, σε συνδυασμό με μια σειρά από ήττες, ανάγκασε τον Πέτρο να αποσυρθεί στην Αυστρία-Ουγγαρία όπου και κρατήθηκε από της αρχές στο χωριό Bojna. Ο Πέτρος δραπέτευσε, επέστρεψε στη Βοσνία και διοργάνωσε μια άλλη ομάδα ανταρτών. Για άλλη μια φορά, η συμμετοχή του στις μάχες προκάλεσε υποψίες στο Βελιγράδι και μέχρι τον Μάιο του 1876 η παρουσία του αποδείχθηκε διχαστική. Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε τρία ξεχωριστά στρατόπεδα: ένα που υποστήριζε τον Πέτρο, έναν άλλο που υποστήριζε το Μίλαν και ένα τρίτο που υποστήριζε την Αυστρουγγαρία. Μη επιθυμώντας να προκαλέσει περαιτέρω διαχωρισμό, ο Πέτρος συμφώνησε να εγκαταλείψει τη Βοσνία. Πριν από την αναχώρησή του, έγραψε μια επιστολή στο Μίλαν, εξηγώντας γιατί έφυγε από το πεδίο της μάχης και προσφέρθηκε να κάνει ειρήνη με τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς. Όμως οι κατηγορίες για προδοσία εναντίον του Πέτρου συνεχίστηκαν. Αποφάσισε να ταξιδέψει στην έδρα της Βασιλικής Σερβικής Κυβέρνησης, και να απευθυνθεί στην Εθνική Συνέλευση σε μια προσπάθεια να εκκαθαρίσει το όνομά του. Το 1877, μετά από μια εξέγερση στη νότια Σερβία, ο Μίλαν κατηγόρησε ως υποκινητή τον Πέτρο. Κατηγορήθηκε επίσης και για προδοσία και συνεργασία με τους Οθωμανούς. Έτσι το 1878 διέφυγε στην Αυστουγγαρία όπου συνελήφθη από την τοπική αστυνομία και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Το 1878 αφέθηκε ελεύθερος. Το 1879, δικάστηκε ερήμην στο Σερβία. Ο ενάγων, πρίγκηπας Μίλαν, ισχυρίστηκε ότι ο Πέτρος και οι οπαδοί του προσπάθησαν να ανατρέψουν τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς. Κατηγορήθηκαν επίσης για προδοσία. Ο Πέτρος καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο με κρέμασμα.
Το 1883, ο Πέτρος μετακόμισε στο Cetinje, την πρωτεύουσα του δεύτερου ανεξάρτητου Σερβικού κράτους, του Μαυροβουνίου για παντρευτεί την μεγαλύτερη κόρη του ηγέτη του Μαυροβουνίου, βασιλιά Νικολάου, Ljubica Petrović-Njegoš. Ο γάμος διατάρασσε την ευμετάβλητη γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στις αυστρο-ουγγρικές, ρωσικές και σερβικές πρωτεύουσες. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο Σερβικών κρατών επιδεινώθηκαν, όπως και οι σχέσεις μεταξύ Αυστρίας-Ουγγαρίας και Ρωσίας, οι οποίες είχαν αγωνιστεί για εξουσία στα Βαλκάνια εδώ και δεκαετίες. Όταν ο πατέρας του πέθανε την άνοιξη του 1885, ο Πέτρος έγινε επικεφαλής του Οίκου των Καραγεώργεβιτς και πήρε τον τίτλο του πρίγκιπα. Η γυναίκα του πέθανε κατά τον τοκετό το 1890 μαζί με το 5ο παιδί τους (άλλο ένα πέθανε αργότερα). Μετά το θάνατο του πατέρα του, η οικονομική κατάσταση του Πέτρου επιδεινώθηκε και εξαρτιόταν πλέον από τον πεθερό του, καθώς και από τη Ρωσία και τον αδερφό του Γιώργο, για υποστήριξη. Μετά την ήττα της Σερβίας κατά τον Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο του 1885, ο Πέτρος και ο πεθερός του επινόησαν ένα σχέδιο για εισβολή στη Σερβία και ανατροπή της δυναστείας των Ομπρένοβιτς. Την τελευταία στιγμή, ο Νικόλαος εγκατέλειψε την ιδέα. Ο Πέτρος αισθάνθηκε προδομένος από την απόφαση του πεθερού του, οδηγώντας τη σχέση τους σε μακροχρόνια εχθρότητα. Το 1894 μετακόμισε στη Γενεύη με τα τρία του παιδιά.
Το 1903 στασιαστές αξιωματικοί δολοφόνησαν τον Σέρβο βασιλιά Αλέξανδρο και έτσι, μη έχοντας διαδόχους, εξέλειπε η δυναστεία των Ομπρένοβιτς. Ο Πέτρος είχε λάβει γνώση της συνωμοσίας από το 1901 όταν του έγινε η προσφορά για ανάληψη της εξουσίας, και δέχτηκε υπό την προϋπόθεση ότι αξιωματικοί της εμπιστοσύνης του θα συμμετείχαν στην συνωμοσία και ότι δεν θα πάρει ο ίδιος μέρος. Επίσης θα έπαιρνε το θρόνο μόνο εάν το ενέκρινε η Εθνοσυνέλευση. Ο Πέτρος εξέφρασε την ικανοποίησή του για την έκβαση της στάσης, καθώς και τη λύπη του για την αιματοχυσία που είχε συμβεί. Έτσι, με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης, ο Πέτρος κλήθηκε να αναλάβει το Σερβικό θρόνο. Η άνοδος του Πέτρου στο θρόνο έγινε με μεγάλο ενθουσιασμό από τους εθνικιστές της Νότιας Σλαβίας (=Γιουγκοσλαβία), οι οποίοι πίστευαν ότι θα μπορούσε να ενώσει τους νότιους Σλάβους που ζουν στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Αυστρία-Ουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η στέψη του καθυστέρησε λίγο σκόπιμα, έτσι ώστε η τελετή να συμπέσει με την 100ή επέτειο της πρώτης Σερβικής εξέγερσης.
Η βασιλεία του Πέτρου υπήρξε πολύ πετυχημένη. Η Σερβία βγήκε νικήτρια από τρεις πολέμους, τον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάσει τα εδάφη της και να ενωθεί με το Μαυροβούνιο σε ένα ενιαίο κράτος. Ο Πέτρος υπήρξε σταθερός φίλος και σύμμαχος των Γάλλων. Ως Πρωθυπουργό επέλεξε έναν επίσης ικανότατο πολιτικό τον Νίκολ Πάσιτς.
Ο Πέτρος προσπάθησε εκσυγχρονίσει τη Σερβία με στόχο τη δημιουργία μιας συνταγματικής μοναρχίας δυτικού τύπου. Έγινε σταδιακά πολύ δημοφιλής για τη δέσμευσή του στην κοινοβουλευτική δημοκρατία που λειτούργησε σωστά. Το Σύνταγμα του 1903 ήταν βασισμένο στο βελγικό Σύνταγμα του 1831, θεωρούμενο ως ένα από τα πιο φιλελεύθερα στην Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις επιλέχθηκαν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε αντίθεση με τη δυναστεία των φιλοαυστριακών Ομπρένοβιτς, ο Πέτρος βασιζόταν στη Ρωσία και τη Γαλλία, γεγονός που προκάλεσε την αύξηση της εχθρότητας από την Αυστρουγγαρία με επεκτατική διάθεση, ενώ πραγματοποίησε δύο επίσημες επισκέψεις στην Αγία Πετρούπολη και στο Παρίσι το 1910 και το 1911 αντίστοιχα.
Η βασιλεία του Πέτρου Α΄, από το 1903 έως το 1914, θυμίζει τη "Χρυσή Εποχή της Σερβίας", λόγω των απεριόριστων πολιτικών ελευθεριών, του ελεύθερου Τύπου και της πολιτιστικής υπεροχής μεταξύ των νοτίων Σλάβων. Υποστήριξε το κίνημα της ενοποίησης της Γιουγκοσλαβίας*, φιλοξενώντας στο Βελιγράδι διάφορες πολιτιστικές συγκεντρώσεις. Απέκτησε τεράστια δημοτικότητα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και το 1913. Η επικράτεια της Σερβίας διπλασιάστηκε και το κύρος της μεταξύ των νότιων Σλάβων κορυφώθηκε.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επίσκεψή του στην πρώτη γραμμή για να ελέγξει το ηθικό των στρατευμάτων του πριν από τη μάχη της Kolubara στα τέλη του 1914, ενίσχυσε το ηθικό των υποχωρούντων Σερβικών δυνάμεων και συνέβαλε στη νίκη εναντίον των αριθμητικά ανώτερων αυστρο-ουγγρικών δυνάμεων και στην αντεπίθεσή τους που κατέληξε στην απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Το 1915, τότε 71 ετών, σε επίσκεψή του στο μέτωπο, πήρε ένα τουφέκι και πυροβόλησε τους εχθρικούς στρατιώτες. Μετά την εισβολή της Σερβίας από τις κοινές δυνάμεις της Γερμανίας, της Αυστρίας-Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1915, ο βασιλιάς Πέτρος οδήγησε το στρατό και δεκάδες χιλιάδες πολίτες μέσω των ψηλών βουνών της Αλβανίας στην Αδριατική θάλασσα και από εκεί με συμμαχικά πλοία στην Κέρκυρα**. Για τον υπόλοιπο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο βασιλιάς, που είχε ήδη πολύ κακή υγεία, παρέμεινε στο ελληνικό νησί της Κέρκυρας, το οποίο έγινε έδρα της εξόριστης σερβικής κυβέρνησης μέχρι το Δεκέμβριο του 1918. Την 1η Δεκεμβρίου 1918, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλιάς Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Επέστρεψε στο Βελιγράδι το 1919, όπου πέθανε το 1921 στην ηλικία των 77 ετών. Τον έθαψαν πανηγυρικά κοντά στον παππού του, ιδρυτή της δυναστείας.
*Ένθερμοι υποστηρικτές της ενοποίησης όλων των νότιων Σλάβων σε ένα κράτος ήταν τότε, όπως και τους προηγούμενους αιώνες οι Κροάτες, οι οποίοι είναι Σέρβοι αλλά Καθολικοί και χρησιμοποιούν το Λατινικό Αλφάβητο. Φαίνεται αυτό παράξενο αν αναλογιστούμε τη σημερινή έχθρα ανάμεσα στα δύο κράτη (Σερβία και Κροατία) και τους ποταμούς αίματος που χύθηκαν μεταξύ τους. Είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων που κατάφεραν να διαμερίσουν έναν λαό στα δύο (ή μάλλον στα τέσσερα αν μετρήσουμε και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο). Ένας μάλιστα από τους μεγαλύτερους λόγιους της Κροατίας ο Λιουντέβιτ Γκάι υπήρξε σφοδρός υπέρμαχος της ενότητας όλων των νοτιοσλαβικών λαών και προτεργάτης της «Ιλλυριστικής κίνησης», που είχε ως βάση την Κροατία και είχε αυτό το σκοπό.
**Κατά τα τέλη του 1915 και αρχές 1916 και κάτω από την πίεση της κοινής επίθεσης των Αυστροουγγρικών, γερμανικών και βουλγαρικών στρατευμάτων, ο Σερβικός στρατός, η Σερβική κυβέρνηση, η εθνική συνέλευση, καθώς επίσης και ένα μέρος άμαχου πληθυσμού, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τη Σερβία μέσω του Μαυροβουνίου στην Αλβανία, στην μεγαλύτερη έξοδο στην πρόσφατη ιστορία τους. Ο ηλικιωμένος βασιλιάς Πέτρος, πάνω σ’ έναν αραμπά, η κυβέρνηση, το επιτελείο του στρατού, οι χιλιάδες φαντάροι και πολίτες, γυναικόπαιδα, καλόγεροι και ιερείς, που κουβαλούσαν μαζί τους τη λειψανοθήκη του Βασιλιά Στεφάνου του Α’, περπατούσαν νύχτα-μέρα. Χωρίς βαρύ οπλισμό, μόνο με τουφέκια, χωρίς τρόφιμα και νερό, πέρασαν πεζοί μέσα από το αφιλόξενο αλβανικό έδαφος. Κατά την επίσημη έκθεση, στην πορεία τους διαμέσου της Αλβανίας, 243.877 άτομα σκοτώθηκαν ή συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι ή πέθαναν από την πείνα και το κρύο (πολλούς τους σκότωναν οι Αλβανοί ενώ άλλους τους απήγαγαν). Ο κατά προσέγγιση συνολικός αριθμός θυμάτων ήταν τουλάχιστον 150.000 (μάχιμοι και άμαχοι). Από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 21 Φεβρουαρίου 1916, 151.828 Σέρβοι στρατιώτες και πολίτες εκκενώθηκαν με 43 μεγάλα συμμαχικά μεταγωγικά πλοία από την Αυλώνα με προορισμό την Κέρκυρα. Η πρώτη απόβαση στην Κέρκυρα έγινε στα παραλία των Γουβιών, έξι χλμ βόρεια από την πόλη της Κέρκυρας (εκεί υπάρχει αντίστοιχο μνημείο στο οποίο έπεσα επάνω του τυχαία κάνοντας μια βόλτα πριν κάποια χρόνια). Οι κακουχίες των στρατιωτών και των πολιτών, εντούτοις, δεν σταμάτησαν με στην άφιξή τους στο «νησί της σωτηρίας», όπως οι Σέρβοι ονόμασαν την Κέρκυρα. Οι σύμμαχοι δεν είχαν αρκετό χρόνο για την περίθαλψη ενός τέτοιου μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Υπήρξε έλλειψη τροφίμων, ενδυμάτων, σκηνών και θέρμανσης. Για 8 ημέρες μετά από την άφιξή τους, η κρύα βροχή δεν σταματούσε. Χωρίς σκηνές, οι ταλαίπωροι στρατιώτες άρχισαν να πεθαίνουν μαζικά. Στην αρχή (εκείνες τις πρώτες ημέρες), μέχρι και 300 στρατιώτες πέθαιναν καθημερινά. 1200 από αυτούς θάφτηκαν στις ακτές του νησιού, ενώ αργότερα (λόγω της έλλειψης χώρων ενταφιασμού), οι βάρκες από το γαλλικό σκάφος νοσοκομείων st.Francis of Asisi, μετέφεραν τα πτώματα και τα έριξαν στην θάλασσα, μερικά χιλιόμετρα μακριά από το νησί, σε αυτό που ονομάστηκε «μπλε νεκροταφείο». Υπολογίζεται ότι περίπου 10.000 Σέρβοι στρατιώτες και νεοσύλλεκτοι θάφτηκαν στο νησί Βίδο και στο «μπλε νεκροταφείο».
|