πλαστόΕτυμολογία: [<αρχ. πλαστός < πλάσσω]
πλαστός (πλαστή ιστορία) Επίθ. που είναι επινοημένος από τη φαντασία, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
γιαλαντζί (πλαστός ζωγραφικός πίνακας) Επίθ. που είναι απομίμηση ή παραποίηση του αληθινού, του γνήσιου
παραχαραγμένος (πλαστά ευρώ κυκλοφόρησαν στην αγορά)
Επίθ. μη γνήσιος (για νόμισμα)προσποιητός (πλαστή ευγένεια) Επίθ. που χαρακτηρίζεται από επιτήδευση, προσπάθεια μίμησης κάποιου προτύπου
κακέκτυποΕτυμολογία: [<κακός + αρχ. ἔκτυπος < εκ + τυπόω-ῶ]
κακέκτυπος
Επίθ. για κάτι που δεν τυπώθηκε καλά, που παρουσιάζει τυπογραφικά ελαττώματακακέκτυπο (κακέκτυπα αρχαίων μνημείων) Ουσ. κακό αντίγραφο
γελοιογραφία (βλέπουμε συχνά στην τηλεόραση εγχώρια κακέκτυπα των σταρ του Χόλιγουντ) Ουσ. ανεπιτυχής απομίμηση ενός προτύπου
http://www.lexigram.grΔεν προσπάθησα να το πουλήσω ποτέ και σε οποιονδήποτε μέχρι σήμερα.
Προσπάθησα όμως να ερευνήσω και να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου μαζί με το υπόλοιπο φόρουμ (πλην εσού, απ' ό,τι φαίνεται).
Όσο ακόμα κι αν προσπαθήσεις, μέχρι εδώ ήταν η ενασχόλησή μου, όλοι κρίνονται και βγάζουν τα συμπεράσματά τους.