herakliotis
|
|
« Απάντηση #21 στις: Φεβρουάριος 19, 2010, 08:44:33 μμ » |
|
Στο άρθρο αυτό θα ήθελα να συμπληρώσω πως ο Καποδίστριας σαν πρώτο Έφορο του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελλάδας που ιδρύθηκε λίγο αργότερα έβαλε τον Χίο Αλέξανδρο Κοντόσταβλο, διαπρεπή έμπορο στην Τεργέστη, το Λονδίνο και τη Μάλτα και φίλος του Αδαμάντιου Κοραή, είχε φιλοξενήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια στη Μάλτα στο ταξίδι του τελευταίου από την Αγκώνα στην Αίγινα και είχε αποδεχθεί πρόσκληση του Κυβερνήτη να τον συνοδεύσει στην Ελλάδα και να συμπράξει στη διεύθυνση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας. Λίγο μετά την άφιξή τους στην Αίγινα, ο Αλ. Κοντόσταβλος υπέβαλε πράγματι πρόταση στον Ι. Καποδίστρια σχετικά με το νομισματικό σύστημα που έπρεπε να εισαχθεί στο νεοπαγές κράτος με βάση το γαλλικό νομισματικό σύστημα, αυτό των Ιπποτών της Μάλτας και του αυστριακού αντίστοιχου. Μέλημα θα ήταν η υποδιαίρεση του εθνικού ελληνικού νομίσματος να είναι μικρή για να διευκολύνεται η ανταλλακτική διαδικασία σε μια χώρα της οποίας η οικονομία ήταν καθημαγμένη από τον πόλεμο και σε πρώιμο ακόμη στάδιο ανάπτυξης. Η εισήγηση του Αλ. Κοντόσταβλου αφορούσε στην εισαγωγή ενός νομίσματος που θα καλούνταν Φοίνιξ, συμβολικά προς την αναγέννηση του ελληνικού κράτους από την τέφρα του. Η μορφή του φοίνικα έχει τις ρίζες της στην αιγυπτιακή μυθολογία και συναντάται στη μεσαιωνική παράδοση της Ευρώπης, μεταξύ άλλων και σε νομίσματα. Ήταν το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας και ως επιλογή είχε έντονο συμβολικό και μυστικιστικό φορτίο. Ο Ιωάννης Καποδίστριας στις αρχές του 1828 έκανε μια προσπάθεια νομισματικής τακτοποίησης , προσδιορίζοντας όλα τα ξένα νομίσματα που κυκλοφορούσαν σε γρόσια. Στη Δ' Εθνική συνέλευση που έγινε τον Ιούλιο του 1828 στο Άργος ο Καποδίστριας υπέβαλε το σχέδιο προς έγκριση για την δημιουργία Εθνικού νομίσματος. Ένας φοίνικας θα ισοδυναμούσε με ένα γαλλικό φράγκο, το 1/100ό του, το λεπτό με δύο γράνες Μάλτας ενώ προβλέπονταν και πολλαπλάσιά του. Επίσης ένα λεπτό θα ήταν ίσο με ένα Τούρκικο παρά. Με αυτό τον τρόπο καθοριζόταν η σχέση του φοίνικα με τα Ευρωπαϊκά νομίσματα, αλλά και με τα Τουρκικά τα οποία συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές. Χρυσά πολλαπλάσια του Φοίνικος θα ήταν η Αθηνά, αξίας 20 φοινίκων, η Ημίσεια Αθηνά, αξίας 10 φοινίκων. Προβλέπονταν, επίσης αργυρά, η Αιγίδα αξίας 5 φοινίκων, η Ημίσεια Αιγίδα αξίας 2,5 φοινίκων και ο Μισός Φοίνικας. Όσον αφορά τα χάλκινα, προτάθηκαν το «λεπτόν», «το «δεύτερον», ίσο με μισό λεπτό και το «πεντάριον», ίσο με 5 λεπτά. Στη μία όψη του νομίσματος θα εμφανιζόταν ο μυθολογικός φοίνικας με το σήμα του σταυρού πάνω από το κεφάλι του, δεξιά του ηλιακές ακτίνες και η κυκλική επιγραφή «Ελληνική Πολιτεία» και από την άλλη θα έφερε, μεταξύ κλαδιών ελιάς και δάφνης, την κυκλική επιγραφή «Κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας» και χρονολογία. Ο ίδιος ο Αλ. Κοντόσταβλος ανέλαβε να εξασφαλίσει τις μηχανές που θα χρησιμοποιούνταν για την κοπή των νέων νομισμάτων. Το μηχάνημα που θα κόβονταν τα πρώτα νομίσματα αγοράστηκε με δάνειο που πήραμε από το εξωτερικό και ήταν ένα παλιό μηχάνημα που το 1530 πήγε από την Ρόδο στην Μάλτα μαζί με κάποιο τάγμα Ιωαννιτών και που ήταν εκτός λειτουργίας για 30 χρόνια. Το μηχάνημα αυτό εγκαταστάθηκε στην αυλή του Κυβερνείου, στο «παλατάκι του μπάρμπα-Γιάννη», όπως το ονόμαζαν οι Έλληνες της εποχής και όπου, σύμφωνα με μαρτυρίες, παρέμενε σε αχρηστία ως τα τέλη του 19ου αι. Προκειμένου να κοπούν αυτά τα νομίσματα, η ρωσική κυβέρνηση προσέφερε 1.500.000 ρούβλια σε συναλλαγματικές πληρωτέες στο Λονδίνο. Χρησιμοποιήθηκαν για την κοπή των νομισμάτων μέταλλα, τα οποία συγκεντρώθηκαν , για τα ασημένια από νηοψίες πλοίων και για τα χάλκινα από λάφυρα των τούρκων. Την χάραξη για τις πρώτες μήτρες των νομισμάτων την έκανε ένας Αρμένιος χρυσοχόος (και πρώην κιβδηλοποιός), που ονομαζόταν Χατζή-Γρηγόρης ο Πυροβολιστής. Χρυσά νομίσματα δεν κόπηκαν ποτέ, λόγω έλλειψης χρυσού, πράγμα για το οποίο ήταν προετοιμασμένος ο Ι. Κοντόσταβλος. Η ίδια έλλειψη υπήρχε και σε ασήμι με αποτέλεσμα ο φοίνικας να κοπεί σε περιορισμένο αριθμό (13.612 νομίσματα), μόνο και μόνο για να υπάρξει σαφής εικόνα της νέας νομισματικής μονάδας. Την 31η Ιουλίου 1829 η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε την ίδρυση του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελλάδος στην Αίγινα ενώ ως πρώτη μέρα κυκλοφορίας του νέου νομίσματος ορίστηκε η 1η Οκτωβρίου 1829. Μέχρι το 1832, οπότε κλείνει το Νομισματοκοπείο της Αίγινας, είχαν κοπεί μόνο 12.000 αργυροί φοίνικες, μέγεθος χαρακτηριστικό της οικονομικής κατάστασης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο επικρατούσε ο διμεταλλισμός. Άλλες χώρες βρίσκονταν στον κανόνα χρυσού και άλλες στον κανόνα αργύρου-χρυσού. Το νομισματικό σύστημα της νεώτερης Ελλάδας ορίστηκε στη βάση του κανόνα αργύρου, αν και τα περισσότερα νομίσματα που κυκλοφόρησαν ήταν χάλκινα μικρής αξίας. Ο φοίνικας δεν μπόρεσε να επικρατήσει και τα ελληνικά νομίσματα κυκλοφορούσαν παράλληλα με σειρά άλλων ξένων νομισμάτων. Οι δημοσιονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, προκάλεσαν την πρώτη παύση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος στα μέσα του 1831, και την έκδοση χαρτονομίσματος. Τον Φεβρουάριο του 1828 ο Ιω. Καποδίστριας είχε ιδρύσει την Εθνική Χρηματιστηριακή Τράπεζα, την πρώτη Τράπεζα του ελληνικού κράτους με σκοπό την ανοικοδόμηση της χώρας που επιβιώνει όμως μόνο για τρία χρόνια. Ο Αλ. Κοντόσταβλος ήταν ένας από τους τρεις διευθυντές της, μαζί με τον πρόβουλο του Τμήματος Οικονομίας του Πανελληνίου Γ. Κουντουριώτη και τον Γ. Σταύρου. Δυστυχώς η Τράπεζα συνδέθηκε άμεσα με το Δημόσιο Ταμείο και σε ό,τι αφορούσε τη διοίκησή της με το κράτος. Η λειτουργία της διακόπηκε τελικά το 1834. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, «ο αργυρός Φοίνιξ ήθελε χρησιμεύσει δια τους πολίτας, δια πολύν, ακόμα, καιρόν, ως εγκόλπιον μάλλον, παρά ως κεφάλαιον». Ήταν σαφές ότι ένα νέο νόμισμα έπρεπε να τον αντικαταστήσει. Όσον αφορά τα χαρτονομίσματα, ως τέτοια κυκλοφορούσαν οι ομολογίες οι οποίες είχαν εκδοθεί μετά τη σύναψη δανείων με χρεωστικά ομόλογα ήδη από την Προσωρινή Διοίκηση του 1822. Παρόμοια κρατικά γραμμάτια εξέδωσε και ο Καποδίστριας για την αποζημίωση των αγωνιστών της Επανάστασης. Τον Ιούνιο του 1831 λοιπόν, λόγω εκτάκτων αναγκών, χωρίς να υπάρχει το αντίστοιχο ασήμι σαν κάλυμμα για την κοπή φοινίκων, η κυβέρνηση Καποδίστρια αποφάσισε με το ψήφισμα 385 1/ΚΖ να κυκλοφορήσει για πρώτη φορά τους φοίνικες σε Χαρτονόμισμα. Η εκτύπωση των χαρτονομισμάτων αυτών ανατέθηκε στην Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που ο Καποδίστριας είχε ήδη συστήσει από το 1828. Οι ονομαστικές αξίες των χαρτονομισμάτων ορίσθηκαν να είναι πέντε, δέκα, πενήντα και εκατό φοίνικες και το συνολικό ποσό έκδοσης ήταν 3.000.000 φοίνικες. Επειδή ήταν αναμενόμενο ότι το κοινό Θα αντιδρούσε στην ιδέα του Χάρτινου φοίνικα ως μέσου συναλλαγής - αφού Θα αντιμετώπιζε για πρώτη φορά νόμισμα σε Χαρτί - με νόμο ορίσθηκε να γίνονται οι συναλλαγές υποχρεωτικά κατά τα δύο τρίτα σε μεταλλικά νομίσματα και κατά το ένα τρίτο σε χαρτονομίσματα. Τον Ιανουάριο του 1832 η Εθνική Συνέλευση του Ναυπλίου επικύρωσε το ψήφισμα του Κυβερνήτη για την πρώτη αυτή έκδοση Χαρτονομίσματος, μείωσε όμως το ποσό της έκδοσης τελικά σε 500000 φοίνικες. Μάλιστα απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του στις καθημερινές συναλλαγές μεταξύ των πολιτών, επιτρέποντας τη χρίση του μόνο στις συναλλαγές πολιτών με το Δημόσιο. Η πρώτη αυτή έκδοση Χαρτονομίσματος στην Ελλάδα υπήρξε άτυχη και το συνολικό ποσό που τελικά κυκλοφόρησε ήταν μόνο 300.000 φοίνικες. Η κυβέρνηση, Θα γνωστοποιήσει ότι από τα Χαρτονομίσματα που κυκλοφορούν “έγκυρα” Θεωρούνται μόνον εκείνα που έχουν αριθμό από 8001 έως 49670, Θεωρώντας όλα τα υπόλοιπα ως πλαστά.
|