Απο κει και περα ενα γενικοτερο σχολιο για τα πολυ υψηλα κλεισιματα σε υψηλες καταστασεις που μου κανει εντυπωση που δεν αναφερεται συχνοτερα(χωρις να παραγνωριζω οτι υπαρχουν μεγαλα πορτοφολια) ειναι οτι τα νομισματα οπως και τα περισσοτερα συλλεκτικα ειδη ειναι ενα πολυ προσφορο εδαφος για ξεπλυμα.
Είναι πρόσφορο είδος, αλλά το ίδιο μπορεί να ειπωθεί επι 100 η επι 1000 για δημοπρασίες αφρού με πινακες και γλυπτά. Και βέβαια και για γκαλερί που βρίθουν από σκάνδαλα όπως με τους πρόσφατα ανακαλυφθεντες πινακες του «Basquiat». Η όλη αγορά συλλεκτικών βρίθει από σκάνδαλα βρώμικου χρήματος αλλά και πλαστών αντιγράφουν που ξεγελούν και μουσεία.
Κάτι άλλο που θαθελα να πω, γιατί πολύ συχνα βλέπω να αναφέρεται είναι η κλίμακα Sheldon και λίγοι νομίζω γνωρίζουν την προέλευση της.
Ο dr Sheldon, εφηύρε μια κλίμακα κατάστασης/τιμής, αποκλειστικά και μόνον για τα χάλκινα large cents της Αμερικής, δηλαδή από 1797 έως και 1856. Η κλίμακα του ήταν από 1 έως 70, κι η ιδέα ήταν ότι ένα νόμισμα πχ ΧF40 θα κόστιζε 40 φορές περισσότερο από ότι ένα Poor 1, εντελως φλατ, σχεδόν σαν δίσκος που ακόμη δεν έχει χτυπηθεί, στο οποίο δεν διακρίνονται τα γράμματα και με δυσκολία αναγνωρίζεις το περίγραμμα του σχεδίου. Άρα το τέλειο σεντ θα κόστιζε 70 φορές περισσότερο από ότι το σεντ «του κατάδικου» αν κι εκεί το σύστημα ήταν ατελές γιατί προϋπέθετε ότι τα νομίσματα από 60 έως 70, θα είχαν σχεδόν φουλ έως φουλ κόκκινο λούστρο επάνω τους, αυτό που οι εταιρείες ονομάζουν σήμερα red, χωρίς όμως να υπολογίσει τις ενδιάμεσες καταστάσεις (red brown), που τόση σημασία έχουν στον χαλκό.
Τέλος πάντων το σύστημα υιοθετήθηκε αρχικά από την ANA στις αρχές της δεκαετιας του 1980 κι αργότερα με την ίδρυση της PCGS το 1986 και της NGC το 1987, σε όλα αδιακρίτως τα Αμερικανικά κι αργότερα και τα υπόλοιπα νομίσματα του κόσμου , χωρίς όμως να ακολουθήσουν τις διακυμάνσεις τιμών που είχε προτείνει ο doctor. Κι έτσι έχουμε σήμερα ,απίστευτα φαινόμενα όπου ένα ΜS67 πχ, ενός νομίσματος μπορεί να στοιχίζει $300 χιλιάδες κι ένα MS68 να στοιχίζει $2 εκατομμύρια η και παραπάνω ιδιαίτερα αν είναι 2-3 σε αυτόν τον βαθμό, με το ένα πχ δεσμευμένο σε μουσείο η Εθνική συλλογή. Κι όσο πάει χειροτερεύει με την είσοδο των details που κάποτε ήταν απαγορευτικό γι αυτές τις δυο εταιρείες που ηθελαν να εκπροσωπούν μόνον τα καλύτερα νομίσματα, αλλά διαπίστωσαν ότι έτσι άφηναν πολλά χρήματα στο τραπέζι και τα περιέλαβαν κι αυτά, αφήνοντας όμως τον αγοραστή να καθορίσει το εύρος της ζημιάς και την έκπτωση που το νόμισμα θα είχε έναντι πχ ενός καθαρού AU55.
Την δουλειά αυτή την είχε κάνει πρώτη η ANACS, ως ιδιωτική πλέον εταιρεία, που αγοράστηκε από την ANA (American Numismatic Association), με μια όμως σημαντική διαφορα. Η αρχική ιδιωτική ANACS , (της εταιρείας AMOS) πιστοποιούσε προβληματικά νομίσματα (details), αναφέροντας όμως όχι μόνον την ζημια, αλλά και την επίπτωση που αυτή είχε στον καθαρό βαθμό, πχ unc details, lightly cleaned NET AU53, δηλαδή όριζε και ότι η τιμή του νομίσματος ήταν αυτή ενός AU53.
Συνήθως ο καθαρός βαθμος ήταν μια κατηγορία κάτω (από unc σε au, από au σε Xf, κλπ) , υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, συνήθως χαρακιές όπου το νόμισμα επεφτε και 3 η και 4 κατηγορίες. Τελικά τότε άνοιξε άλλη μια εταιρεία, η ICG, στην οποια ξαφνικά μεταφέρθηκαν όλοι οι έμπειροι graders της ANACS (όσοι δεν είχαν ήδη πάει στην ΝGC και στην PCGS), η οποία ενώ ήταν πολύ καλή στα ξένα νομίσματα, έδινε αδικαιολόγητα 70αρια σε πολύ μοντέρνα Αμερικανικά νομίσματα που είχαν κυκλοφορησει τότε (το 50 states προγραμμα που κράτησε δέκα χρόνια) και έγιναν μπάχαλο και οι δυο.
Πως ξέρουμε ποια εταιρεία είναι σοβαρή η όχι; Από το greysheet, μια εβδομαδιαία έκδοση που απευθυνεται σε εμπόρους και telemarketers , οι οποίοι πουλάνε και αγοράζουν χοντρική, πχ 100 χρυσα $20 του 1927, νομίσματα που οι αγοραστές ούτε τα βλέπουν αλλά ούτε και φωτογραφία τους βλέπουν, είτε αγοράζουν 100 είτε 1000 είτε 10000. Το greysheet καταγράφει το ποσοστό επι της χοντρικής τιμής ενος νομίσματος που ενας έμπορος βλέπει και αγοράζει, και ποσο από αυτό πιανουν τα νομίσματα σε ποσοτητα (που είναι πάντα τα χειρότερα στο βαθμό τους). Οι καλές εταιρείες λοιπόν πιανουν στην αγορά sight unseen όπως λέγεται, ποσοστά από 85-90%+ της χοντρικής ανα μονάδα και μετά από οπτική εξέταση, ενώ οι δεύτερες και αναξιόπιστες είναι στα επίπεδα από 75% και πολύ πιο κάτω.
Αυτή λοιπόν ήταν η διαστρέβλωση έως τώρα της αρχικής ιδέας του δόκτορος Sheldon.