Είμαι υπερήφανος πού είμαι Καβαλιώτης, μετά από αυτό, δύο φορές!! Μπράβο τής, να βλέπουμε να μάθουν όλοι οι ναινεκοι οσφυοκαμπτες καρεκλοκενταυροι.
Ως Καβαλιώτης, διάβασε απόσπασμα από τα πρακτικά της Πανεπιστημιακής Επιτροπής για την καταγραφή της Βουλγαρικής θηριωδίας κατά την δεύτερη Βουλγαρική κατοχή την περίοδο 1916-1918:
Κατάθεση Ευαγ. Ιορδάνου, Δημάρχου Καβάλας.
"Πριν την είσοδο των Βουλγάρων, η Καβάλα είχε 55.000 κατοίκους. Στις 10/23 Οκτωβρίου 1918, κατά τη διανομή άρτου βρέθηκαν 8.500 κάτοικοι, από τους οποίους οι Έλληνες ήταν λιγότεροι από τους μισούς. Περίπου 14-15.000 πέθαναν από πείνα και ασθένειες. Ανέφερε εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες στα χωριά του Παγγαίου, στα Λακοβίκια, το Ροδολείβος, το Σέμαλτο, το Μουστένι, τη Μεσορόπη, το Πράβι."
Κατάθεση Σταύρου Κ. Σταύρου, δημοτικού συμβούλου Καβάλας:
"Αυτός και δέκα περίπου άλλοι ήταν
οι μόνοι άνδρες που παρέμειναν στην Καβάλα, γιατί όλους τους υπόλοιπους έως και 75 χρονών γέροντες, οι βουλγαρικές αρχές κατοχής τους μετέφεραν στη Βουλγαρία. Στην αρχή γινόταν διανομή άρτου 80-100 δράμια το άτομο τέσσερις ή πέντε φορές
το μήνα. Αργότερα γινόταν διανομή αραβόσιτου, σίκαλης και τέλος κριθής, 50-80 δράμια (1 δράμι=3,2 γραμμάρια). Τα διανεμόμενα τρόφιμα τα πλήρωναν οι κάτοικοι.
Μετά την απομάκρυνση του Έλληνα δημάρχου Σερδάρογλου, που απήχθη όμηρος στη Βουλγαρία, διορίστηκε Τούρκος δήμαρχος και μετά ο Βούλγαρος Ζήσε Ράτσεφ, αυτόχρημα ληστής, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αρπαγή των επίπλων από τα σπίτια της Καβάλας.
Από τις κακουχίες και την πείνα πέθαιναν σωρηδόν πολλές φορές 50 και 60 άτομα την ημέρα. Τα πτώματα εθάβοντο σε ομαδικούς λάκκους. Ολόκληρες οικογένειες εξολοθρεύτηκαν από την πείνα και οι γείτονες καταλάβαιναν τι συνέβη από την οσμή των αποσυντιθεμένων πτωμάτων.
Υπολόγισε ότι το 40% των κορασίδων της Καβάλας βιάστηκε από τους Βούλγαρους στρατιώτες. Τα γυναικόπαιδα που απέμειναν ως μέσο απόκτησης λίγου άρτου είχαν την εργασία στα διάφορα οχυρωματικά έργα των Βουλγάρων."
Αναλογικά οι απώλειες είναι μεγαλύτερες από αυτές της πείνας την Αθήνα το 1941.