thaler
|
|
« Απάντηση #501 στις: Φεβρουάριος 20, 2021, 12:28:46 πμ » |
|
Γύρω στο 1570, όταν η εξόρυξη ασημιού γνώρισε την πρώτη μεγάλη ακμή της, 7000-8000 άνθρωποι ζούσαν στην πόλη. Τα ορυχεία λειτουργούσαν από συνδικάτα. Τα κεφάλαια προέρχονταν από ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι περίμεναν υψηλές αποδόσεις. Ορισμένες στοές είχαν ήδη φτάσει σε βάθη 80-100 μ. στα τέλη του 16ου αιώνα. Οι εισροές από τα υπόγεια ύδατα όμως στάθηκαν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των ορυχείων, τα οποία σιγά-σιγά σταμάτησαν να δίνουν κέρδη.
Έτσι, το ένα ορυχείο μετά το άλλο έκλειναν. Οι εργαζόμενοι μετακόμισαν αλλού. Ήδη από το 1575, από τα 39 ορυχεία που λειτουργούσαν, μόνο 2 είχαν πλεόνασμα. Η φτώχεια κυριάρχησε στην ορεινή πόλη στα τέλη του 16ου αιώνα. Το 1577 και το 1596 οι επιδημίες της πανούκλας αποδεκατίζουν τον πληθυσμό που έφρασε να αριθμεί λιγότερες από 2000 ψυχές. Όταν ο Τριακονταετής Πόλεμος [4] έφτασε στα Όρη Harz το 1620, όλα τα ορυχεία είχαν ήδη κλείσει. Μόνο από αυτήν την πρώτη περίοδο λειτουργίας, η οποία διήρκεσε από το 1520 έως το 1620, είχαν κλείσει συνολικά 267 ορυχεία!
Μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο άρχισε ξανά η αργή εξόρυξη ασημιού στο Sankt Andreasberg. Χρειάστηκαν περίπου 30 χρόνια για να ξαναρχίσουν οι εξορυκτικές επιχειρήσεις. Το ορυχείο του King Ludwig ήταν το πρώτο που δημιούργησε ξανά πλεόνασμα το 1674 - μετά από μια περίοδο στασιμότητας σχεδόν 60 ετών. Με την ευκαιρία αυτή κόπηκε ένα νέο Andreasthaler με την επιγραφή "St. Andreas reviviscens" (Ο Άγιος Ανδρέας ζει ξανά). Η εξόρυξη ασημιού γνώρισε μια δεύτερη περίοδο ακμής μεταξύ 1695 και περίπου 1730, η οποία ξεπέρασε ακόμη και την πρώτη με ετήσια παραγωγή 0,9 τόνων αργύρου κατά μέσο όρο. Υπήρχαν περίπου 25 μεγαλύτερα ορυχεία που λειτουργούσαν ασταμάτητα. Το 1724, όταν η εξορυκτική βιομηχανία έφτασε στο απόγειό της, η περιοχή παρήγαγε σχεδόν 2.000 κιλά αργύρου και απ’ αυτή την ποσότητα κόπηκαν περίπου 30.000 τάληρα.
Μετά το 1730 ήρθε ξανά η κατάρρευση. Μερικά από τα πολύ επιτυχημένα ορυχεία έκλεισαν γύρω στο 1740 επειδή το βάθος των στοών ήταν πολύ μεγάλο και δεν ήταν πλέον διαχειρίσιμο (τουλάχιστον περισσότερα από 500 μέτρα!). Τα περισσότερα ορυχεία δεν μπορούσαν πλέον να διατηρηθούν οικονομικά. Προκειμένου να μην αφήσουν την εξόρυξη να κλείσει, τα εναπομείναντα ορυχεία επιδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με κεφάλαια από γειτονικές περιοχές εξόρυξης ασημιού. Εκτός από τη δασική εργασία, την παραγωγή άνθρακα και την κατασκευή δρόμων, δεν υπήρχαν άλλες ευκαιρίες απασχόλησης σε αυτήν την περιοχή.
Χάρη λοιπόν στα ορυχεία ασημιού μπόρεσε το Πριγκιπάτο του Brunswick-Wolfenbüttel να κόψει μεγάλο αριθμό νομισμάτων τα οποία όμως είναι πολύ εντυπωσιακά, ιδιαίτερα, θα έλεγα. Και αυτό γιατί τα περισσότερα από αυτά δεν φέρουν την κλασική μορφή του ηγεμόνα αλλά απεικονίζουν όμορφα θέματα.
Το Πριγκιπάτο, λοιπόν, του Brunswick-Wolfenbüttel ήταν μια υποδιαίρεση του Δουκάτου του Brunswick-Lüneburg, του οποίου η ιστορία χαρακτηριζόταν από πολλές διαιρέσεις και επανενώσεις. Διάφορες δυναστείες του οίκου των Welf κυβέρνησαν το Brunswick-Wolfenbüttel μέχρι τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806. Ως αποτέλεσμα του Συνεδρίου της Βιέννης, το διάδοχο κράτος του, ονομάστηκε Δουκάτο του Brunswick, και δημιουργήθηκε το 1815.
Στον Otto Ι, εγγονός του Ερρίκου του Λεοντόκαδρου, είχαν δοθεί εκτάσεις ως Αυτοκρατορικά φέουδα στην περιοχή εκείνη από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β ' το 1235 με το όνομα Δουκάτο του Brunswick-Lüneburg, το οποίο μοιράστηκε το 1267 στους γιούς του.
Στον Albert I (1236-1279) δόθηκαν, μεταξύ άλλων, οι περιοχές γύρω από το Brunswick-Wolfenbüttel. Έτσι ίδρυσε τον οίκο του Brunswick και έθεσε τις βάσεις για αυτό που έγινε, αργότερα, το Πριγκιπάτο του Brunswick-Wolfenbüttel. Ο αδερφός του John (1242-1277) κληρονόμησε τη γη γύρω από το Lüneburg και ίδρυσε τον οίκο του Lüneburg. Η πόλη του Brunswick παρέμεινε υπό κοινή διοίκηση.
Η περιοχή του Brunswick (-Wolfenbüttel) υποδιαιρέθηκε περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες.
Μετά τη δωδέκατη διαίρεση του Δουκάτου το 1495, όπου το Πριγκιπάτο του Brunswick-Calenberg-Göttingen διαιρέθηκε εκ νέου, δόθηκε στο δούκα Henry τον πρεσβύτερο η επικράτεια του Brunswick, στην οποία προστέθηκε το όνομα του τόπου διαμονής του, το Wolfenbüttel. Από τότε και μετά το όνομα του πριγκηπάτου έγινε «Brunswick-Wolfenbüttel».
Ακολούθησαν οι Δούκες Henry ο Νεότερος, Julius και Henry Julius, υπό την ηγεμονία του οποίου επεκτάθηκε η κυριαρχία του Πριγκιπάτου, και έγινε ένα από τα σημαντικότερα της Γερμανίας.
Το 1500 το Brunswick-Wolfenbüttel έγινε μέρος του Κάτω Σαξονικού Κύκλου [5] στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, το Wolfenbüttel ήταν το ισχυρότερο φρούριο στη Βόρεια Γερμανία, αλλά υπέστη σοβαρές ζημιές. Η γραμμή αίματος του Wolfenbüttel εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το 1635 ο Δούκας Αύγουστος ο Νεότερος, ίδρυσε τον νέο Οίκο του Brunswick. Υπό την ηγεμονία του, το Wolfenbüttel έφτασε στο πολιτιστικό του ζενίθ. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του ήταν η κατασκευή της Βιβλιοθήκης του Wolfenbüttel, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη της εποχής της.
Το 1753/1754 η κατοικία των δούκων του Wolfenbüttel επέστρεψε στο Brunswick, στο νεόκτιστο παλάτι του Brunswick. Έτσι, η πόλη του Wolfenbüttel έχασε την ανεξαρτησία που είχε από τον 15ο αιώνα. Ο Δούκας εγκατέλειψε την πόλη στην τύχη της αφού ούτε καν ολοκλήρωσε το νέο κάστρο, που ξεκίνησε το 1718, το οποίο ακόμη και σήμερα είναι μισοχτισμένο. 4.000 κάτοικοι ακολούθησαν την οικογένεια του Δούκα και ο πληθυσμός του Wolfenbüttel μειώθηκε από 12.000 σε 7.000. Μόνο τα αρχεία, το εκκλησιαστικό γραφείο και η βιβλιοθήκη παρέμειναν ως ανάμνηση παλαιότερων εποχών.
Πολιτικά, το Brunswick-Wolfenbüttel ήταν ένας από τους πιο στενούς συμμάχους της Πρωσίας. Ενώ λίγο πριν ο αυτοκράτορας των Αψβούργων στη Βιέννη ήταν το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς μέσω των πολιτικών γάμων, η γραμμή Wolfenbüttel των Welfs συνδέθηκε στενά με τη γραμμή αίματος των Πρώσων Hohenzollerns μέσω του γάμου του Πρώσου Πρίγκιπα Frederick με την Elisabeth Christine (1691 – 1750, ήταν κόρη του δούκα του Βrunswick-Wolfenbüttel και με τον γάμο της έγινε αρχιδούκισσα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας, Βοημίας & Γερμανίας). Πολλοί αξιωματικοί του Brunswick-Wolfenbüttel υπηρέτησαν σε υψηλές θέσεις στον Πρωσικό Στρατό, κυρίως κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου.
Κατά την εποχή του Καρόλου Ι (1735-1773), έγιναν μεγάλα επιτεύγματα στον πολιτιστικό και επιστημονικό τομέα. Το 1753 ιδρύθηκε η συλλογή Τέχνης και Φυσικής Ιστορίας το Δουκάτου - πρόδρομος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας. Αυτές οι σημαντικές συλλογές είχαν συγκεντρωθεί από τους δούκες του Brunswick. Ενώ το Wolfenbüttel παρήκμασε, το Brunswick βίωσε τώρα μια πολιτιστική άνθηση.
Αξίζει να αναφερθεί πως τον Αύγουστο του 1784 ο μεγάλος Γερμανός ποιητής και μυθιστοριογράφος Γκαίτε έμεινε στο Brunswick για μια πολιτική αποστολή, όταν συνόδευσε τον υπουργό της Βαϊμάρης. Σε μια εποχή που η πολιτική κατάσταση μεταξύ της Αυστρίας και της Πρωσίας είχε οξυνθεί για άλλη μια φορά, τα μικρά και μεσαία γερμανικά κράτη σχεδίαζαν τη δημιουργία ενός μεγαλύτερου κράτους ως αντισταθμιστικής δύναμης. Ο Δούκας Charles William Ferdinand του Brunswick κλήθηκε να συμμετάσχει σε αυτή την ένωση Πριγκίπων για το σκοπό αυτό, τίποτα όμως δεν ευοδώθηκε.
Το Brunswick καταλήφθηκε από το 1807 έως το 1813 από τους Γάλλους του Ναπολέοντα και έγινε μέρος του Βασιλείου της Βεστφαλίας. Μετά το τέλος της ναπολεόντειας κυριαρχίας το κράτος αποκαταστάθηκε με το όνομα του Δουκάτου του Brunswick.
[1]Δεξιά από το κεφάλι το Αγίου, υπάρχει το σήμα του αρχηγού του νομισματοκοπείου που ήταν ο Heinrich Depsern. Το 1588 διορίστηκε από τον Δούκα Julius επικεφαλής του νομισματοκοπείου του Wolfenbüttel. Το 1593 τοποθετήθηκε επικεφαλής του νομισματοκοπείου του St. Andreasberg μέχρι το 1611. Πέθανε ένα χρόνο μετά.
[2] Εκκλησιαστικός όρος της Καθολικής εκκλησίας. Αφορά στη διαδικασία αγιοποίησης. Κάθε καθολικός ή ομάδα Καθολικών μπορεί να ζητήσει από τον τοπικό επίσκοπο την αγιοποίηση ενός προσώπου. Η εκκλησία τότε, διορίζει ένα άτομο που θα είναι υπεύθυνος για να φέρει σε πέρας αυτό το αίτημα. Αυτός θα πρέπει να προωθήσει την υπόθεση αγιοποίησης, να συγκεντρώσει στοιχεία υπέρ αυτού του αιτήματος, να διαμεσολαβήσει, δηλαδή, προς το Βατικανό, ώστε το αίτημα αυτό να πραγματοποιηθεί. Αυτό το άτομο ονομάζεται “postulator”. Στα Ελληνικά θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ως ‘διαμεσολαβητής’ ή ως ‘επίσημος ενδιάμεσος’.
[3] Η πόλη του Halberstadt έγινε Αρχιεπισκοπή το 814. Ήταν από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Γερμανίας κατά τους 13ο και 14ο αιώνες. Το 1180 η πόλη προάχθηκε σε πριγκιπική Αρχιεπισκοπή που σήμαινε πως γίνονταν ανεξάρτητη πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν επίσης και ο πολιτικός ηγεμόνας της πόλης και οι κοσμικές εξουσίες του ήταν ανώτερες αυτές των θρησκευτικών εξουσιών. Η πόλη έκοψε δικά της νομίσματα και κάποια τάληρα, τα οποία είναι πολύ σπάνια. Από το 1479, διοικούνταν από τον Αρχιεπίσκοπο του Magdeburg. Οι πολίτες του Halberstadt έγιναν Προτεστάντες περίπου το 1540, ενώ ο πρώτος Λουθηρανός Επίσκοπος που εκλέχθηκε το 1566 ήταν ο Πρίγκιπας Henry Julius του Brunswick-Wolfenbüttel. Κατά τον τριακονταετή πόλεμο, η πόλη καταλήφθηκε από τον Καθολικό στρατηγό της Βοημίας Albrecht von Wallenstein, αναγκάζοντας, προσωρινά, τους κατοίκους να ξαναγίνουν Καθολικοί. Μετά το τέλος του πολέμου, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 η πόλη έπαψε να είναι εκκλησιαστική και μετατράπηκε στο Πριγκιπάτο του Halberstadt, που ανήκε στην Πρωσία.
[4] Ο Τριακονταετής Πόλεμος ήταν μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ 1618 και 1648 στην κεντρική Ευρώπη, κυρίως στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σημερινής Γερμανίας). Πρόκειται για μια από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Άρχισε σαν πόλεμος μεταξύ των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων κρατών της Αυτοκρατορίας και βαθμηδόν εξελίχθηκε σε μια γενικευμένη διαμάχη στην οποία ενεπλάκησαν οι περισσότερες από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης. Και ενώ στον πόλεμο αυτό οδήγησαν θρησκευτικά αίτια, σύντομα οι εμπλεκόμενες δυνάμεις κατέληξαν να αγωνίζονται για την πολιτική επικράτηση στην Ευρώπη με προεξάρχουσα την διαμάχη για τον σκοπό αυτό Αψβούργων και Γαλλίας.
[5] Κατά την Πρώιμη Σύγχρονη περίοδο (περίπου 1500-1800) η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Αυτοκρατορικούς Κύκλους, διοικητικές ομάδες των οποίων πρωταρχικοί σκοποί ήταν η οργάνωση κοινής αμυντικής δομής και η συλλογή αυτοκρατορικών φόρων. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως μέσο οργάνωσης στο πλαίσιο της Αυτοκρατορικής Δίαιτας και του Αυτοκρατορικού Δικαστηρίου. Κάθε κύκλος είχε τη δική του Δίαιτα, αν και δεν ήταν όλα τα μέλη της Δίαιτας του Κύκλου μέλη της αυτοκρατορικής Δίαιτας.
Έξι Αυτοκρατορικοί Κύκλοι εισήχθησαν στην Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ το 1500. Το 1512, προστέθηκαν τρεις ακόμη κύκλοι και ο μεγάλος Σαξονικός Κύκλος χωρίστηκε σε δύο, έτσι ώστε από το 1512 έως την κατάρρευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Ναπολέοντα, υπήρχαν δέκα αυτοκρατορικοί κύκλοι. Η Βοημίας, η Ελβετική Συνομοσπονδία και η Ιταλία παρέμειναν μη ενταγμένες σε Κύκλους περιοχές, όπως και διάφορα δευτερεύοντα εδάφη.
Ο Κύκλος της Κάτω Σαξονίας κάλυπτε μεγάλο μέρος της επικράτειας του μεσαιωνικού Δουκάτου της Σαξονίας και αρχικά ονομάστηκε Σαξονικός Κύκλος, μετά χωρίστηκε σε Κύκλο της Άνω Σαξονίας και Κύκλο της Κάτω Σαξονίας. Μια ασυνήθιστη πτυχή αυτού του κύκλου ήταν ότι, σε διάφορες χρονικές στιγμές, οι βασιλιάδες της Δανίας (στο Χολστάιν), της Μεγάλης Βρετανίας (στο Ανόβερο) και της Σουηδίας (στη Βρέμη) ήταν όλοι πρίγκιπες ορισμένων αυτοκρατορικών κρατών.
Με χαρά περιμένω σχόλια, παρατηρήσεις, ερωτήσεις, απορίες και συμπλήρωση πληροφοριών.
|