thaler
|
|
« Απάντηση #449 στις: Μάιος 18, 2020, 11:18:46 μμ » |
|
Γειά σας φίλοι μου συλλέκτες. Η σημερινή παρουσίαση έχει δύο ιδιαιτερότητες. Πρώτον, το νόμισμα που παρουσιάζεται δεν είναι ένα τάληρο αλλά ένα διπλό τάληρο (doppeltaler στα Γερμανικά), και δεύτερον, το διπλό αυτό τάληρο δεν είναι δικό μου αλλά ανήκει στη συλλογή του καλού φίλου Μπάμπη (Εν-αντι) ο οποίος μου έκανε την τιμή να το παρουσιάσω και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.
Τα διπλά τάληρα άρχισαν ήδη να παρουσιάζονται τον 16ο αιώνα, μαζί δηλαδή με την ανάπτυξη των μονών τάληρων, ήταν όμως λίγα και σε μικρό αριθμό. Ζύγιζαν περίπου 57-58 γραμμάρια και, όπως καταλαβαίνετε, η αξία τους για την εποχή εκείνη ήταν πολύ μεγάλη, τόση που μόνο οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να τα κατέχουν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι συναλλαγές που γίνονταν με αυτά ήταν ελάχιστες, και έτσι διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση ως σήμερα.
Το σημερινό διπλό τάληρο της παρουσίασης ανήκει στην τελευταία εποχή ύπαρξης του τάληρου ως νομίσματος. Όλους αυτούς τους αιώνες, η εύρεση τεράστιων ποσοτήτων ασημιού και η άνθηση του εμπορίου έριξαν την τιμή του αργύρου και διαμόρφωσαν ανάλογα την ισοτιμία του με το χρυσό. Μην ξεχνάτε πως όταν κόπηκε το πρώτο τάληρο, το 1518, ισούταν με ένα χρυσό δουκάτο. Έτσι, ένα ασημένιο νόμισμα μεγάλης αξίας τον 19ο αιώνα θα έπρεπε να είναι πολύ μεγάλο. Γι’ αυτό και αυτόν τον αιώνα (19ο) παρατηρούμε μία άνθηση στην κοπή διπλών τάληρων, κυρίως στο Γερμανικό χώρο.
Φυσικά, η μεγάλη επιφάνεια του νομίσματος το κάνει άκρως εντυπωσιακό αλλά ταυτόχρονα δίνει χώρο στο χαράκτη να δημιουργήσει ότι σχέδιο θέλει πάνω στο κέρμα. Ας δούμε όμως τώρα τα χαρακτηριστικά του: Νόμισμα: Vereinstaler (1821-1873) Αξία: 2 ασημένια τάληρα (Vereinstaler) = 31/2 Gulden = 1/7 Cologne Mark [1] Χρονολογία: 1850 Βάρος: 37,119 gr. Διάμετρος: 41 mm Βιβλιογραφία: . KM# 440 Ασήμι: 0.900 Χρονιές κοπής: 1841-1851 Τιράζ: 378.546 Νομισματοκοπείο: Βερολίνο Προσανατολισμός: ↑↑
[1] Το Μάρκο της Κολωνίας ήταν μια μονάδα βάρους ισοδύναμη με 233.856 γραμμάρια (περίπου 3.609 grains). Χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα βάσης για μια σειρά νομισματικών προτύπων, συμπεριλαμβανομένου του νομισματικού συστήματος Lübeck, το οποίο ήταν σημαντικό στη βόρεια Ευρώπη κατά τα τέλη του μεσαίωνα και τα συστήματα νομισματοκοπίας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Tο Vereinstaler, αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο τέταρτο (1/14) του Μάρκου της Κολωνίας. Έτσι τα 2 Vereinstaler αντιστοιχούσαν στο ένα έβδομο (1/7) του Μάρκου της Κολωνίας. Το μάρκο ορίστηκε ως μισό Pfund (λίβρα) με 16 Unze (ουγγιές) του Pfund. Το Unze υποδιαιρέθηκε σε 2 Lot, 8 Quentchen, 32 Pfennig ή 36 Gran, με το Gran ίσο με 0.812 γραμμάρια.
Εμπρός: Το πορτραίτο του Φρειδερίκου Δ΄, με την επιγραφή: FRIEDR[ICH]. WILHELM IV KOENIG V[ON] PREUSSEN A = Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ Βασιλιάς της Πρωσίας (το γράμμα Α παραπέμπει στο νομισματοκοπείο του Βερολίνου)
Πίσω: Στέμμα με τους θυρεούς της Πρωσίας και του Βρανδεμβούργου από κάτω, κυκλωμένα με την αλυσίδα του μεγάλου σταυρού που χωρίζει την ημερομηνία. Επιγραφή: : 2 THALER VII EINE – F[EINE]. MARK 3 1/2 GULDEN * VEREINS 18 – 46 MÜNZE *
Περίμετρος: GOTT MIT UNS = ο Θεός μαζί μας
Το διπλό αυτό τάληρο έρχεται από μια εποχή που σε όλους τους κατοίκους των Γερμανικών κρατιδίων κυριαρχούσε το πάθος για την ένωσή τους σε ένα κράτος. Όλοι έβλεπαν πως αυτή η ένωση δεν θα αργούσε. Το θέμα είναι ποιο Γερμανικό κράτος θα ηγούνταν αυτής της νέας Αυτοκρατορίας. Δύο ήταν τότε τα πιο ισχυρά Γερμανικά κρατίδια που συναγωνίζονταν για την αρχηγία όλου του Γερμανικού κόσμου: η Πρωσία και η Αυστρία. Τελικά επικράτησε η πρώτη οδηγώντας τη δεύτερη στο περιθώριο. Ας δούμε όμως έναν από τους δύο πρωταγωνιστές που έκοψε αυτό το όμορφο διπλό τάληρο.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ (15 Οκτωβρίου 1795 - 2 Ιανουαρίου 1861), ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Frederick William III της Πρωσίας και της βασίλισσας Louise, της οποίας ήταν ο αγαπημένος της γιος, υπήρξε Βασιλιάς της Πρωσίας από τις 7 Ιουνίου 1840 έως το θάνατό του. Αναφέρεται επίσης ως «ρομαντικός στο θρόνο», και έμεινε στη μνήμη για τα πολλά κτίρια που είχε κατασκευάσει στο Βερολίνο και το Πότσνταμ, καθώς και για την ολοκλήρωση του γοτθικού καθεδρικού ναού της Κολωνίας.
Ο Φρειδερίκος Δ΄ πέρασε μια ειδυλλιακή παιδική ηλικία, επιδεικνύοντας γρήγορα εξαιρετική νοημοσύνη και αξιοσημείωτη ικανότητα για την τέχνη και ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική. Υπήρξε όμως προσγείωση στην πραγματικότητα από την καταστροφή του 1806-1807, όταν ο Ναπολέων νίκησε την Πρωσία και επέβαλε την ταπεινωτική ειρήνη του Τίλσιτ [2]. Ο Φρειδερίκος Δ΄ υπηρέτησε στον απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον της Γαλλίας (1813-1815), αν και ήταν αδιάφορος στρατιώτης.
[2]Με την ονομασία Συνθήκη του Τιλσίτ, ή ορθότερα στον πληθυντικό, Συνθήκες του Τιλσίτ φέρονται οι δύο ιστορικές διμερείς συνθήκες ειρήνης που συνομολογήθηκαν, μετά τη σύναψη ανακωχής (22 Ιουνίου του 1807), μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, που αποδέχθηκε και η Πρωσία, στην παρόχθια πόλη Τιλσίτ (Σοβιέτσκ), της Πρωσίας, παρά τον ποταμό Νέμαν, τον Ιούλιο του 1807, με χρονική διαφορά μεταξύ τους δύο ημέρες. Οι συνθήκες αυτές, ως άμεση εξέλιξη μετά τη νικηφόρα για τους Γάλλους μάχη του Φρίντλαντ, κατά την πρωσική εκστρατεία των ναπολεόντειων πολέμων, χαρακτηρίστηκαν από τους ιστορικούς ως το αποκορύφωμα της δόξας του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Του άρεσε να σχεδιάζει και ενδιαφέρονταν τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και για την κηπουρική τοπίου και ήταν προστάτης πολλών μεγάλων Γερμανών καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένου του αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel (έκανε πολλά έργα κοντά στο αγαπημένο του Πότσνταμ, τα οποία ήλπιζε να μετατρέψει σε έναν Ιταλικού τύπου παραδεισένιο κήπο) και του συνθέτη Felix Mendelssohn. Το 1823 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Λούντοβικα της Βαυαρίας. Δεδομένου ότι ήταν Ρωμαιοκαθολική, οι προετοιμασίες για αυτόν τον γάμο περιελάμβαναν δύσκολες διαπραγματεύσεις που τελείωσαν με την αποδοχή από μέρους της του Λουθηρανισμού. Υπήρχαν δύο γαμήλιες τελετές - μία στο Μόναχο και άλλη στο Βερολίνο. Το ζευγάρι είχε έναν πολύ αρμονικό γάμο, αλλά παρέμεινε άτεκνο.
Ο Φρειδερίκος Δ΄ ήταν ένας ένθερμος Ρομαντικός και η αφοσίωσή του σε αυτό το κίνημα, το οποίο στα Γερμανικά κράτη τόνιζε μια νοσταλγία για τον Μεσαίωνα, ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για την ανάπτυξή του σε συντηρητικό σε νεαρή ηλικία. Ήταν σθεναρά ενάντια στην φιλελευθεροποίηση της Γερμανίας και φιλοδοξούσε μόνο να ενώσει τα πολλά κράτη της σε αυτό που θεωρούσε ως ιστορικά νόμιμο πλαίσιο, εμπνευσμένο από τους αρχαίους νόμους και τα έθιμα της πρόσφατα διαλυμένης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Φρειδερίκος Δ΄ αντιτάχθηκε στην ιδέα ενός ενοποιημένου γερμανικού κράτους, πιστεύοντας ότι η Αυστρία ήταν θεϊκά προορισμένη να κυβερνήσει τη Γερμανία, και έτσι έμεινε ικανοποιημένος μόνο με τον τίτλο του «Μεγάλου Στρατηγού του Βασιλείου».
Φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Φρειδερίκος Δ΄ ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένος από τα μεγάλα ρεύματα της εποχής του. Στην πραγματικότητα, αφιέρωσε ολόκληρη την ενήλικη ζωή του σε έναν συνεπή και έντονα ιδεολογικό αγώνα ενάντια στην «επανάσταση», με την οποία εννοούσε τις κοσμικές αξίες και τις εμπνεόμενες από τη Γαλλική επανάσταση σύγχρονες μορφές συντάγματος, κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας. Επικέντρωσε τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός μοναρχικού προτύπου που συνέλαβε ως «χριστιανο-γερμανική» εναλλακτική λύση έναντι του κοσμικού νεωτερισμού.
Στο επίκεντρο υπήρχε ένα όραμα μιας κοινωνίας που θα οργανώνονταν με βάση ιστορικά καθορισμένες γαίες-κτήματα (φέουδα), καθένα από τα οποία θα είχε τις δικές του ομαδικές ενέργειες, αξίες και λειτουργίες. Μια ομαδική μορφή εκπροσώπησης (των γαιών) θα χρησίμευε ως εναλλακτική λύση για τον ατομικιστικό, «μηχανικό» κοινοβουλευτισμό της Γαλλίας. Και όλες οι γαίες θα υποστήριζαν και θα ήταν σε αρμονία με έναν μονάρχη που κυβερνούσε κυριολεκτικά ελέω Θεού. Για να πραγματοποιήσει το αντι-«επαναστατικό» πρόγραμμα του, ο Φρειδερίκος χρησιμοποίησε μια σειρά από σύγχρονες μεθόδους πολιτικής κινητοποίησης και προπαγάνδας. Έγινε έτσι ο πιο διαδεδομένος μονάρχης στη γερμανική ιστορία μέχρι εκείνη την εποχή. Και, χρησιμοποιώντας τη ρητορική του, ήταν ο πρώτος που έκανε δημόσιες ομιλίες σε σημαντικές περιστάσεις όπως η ενθρόνισή του στο Βερολίνου τον Οκτώβριο του 1840 ή τα εγκαίνια του καθεδρικού ναού της Κολωνίας το 1842.
Έγινε Βασιλιάς της Πρωσίας μετά το θάνατο του πατέρα του το 1840. Μέσω μιας προσωπικής ένωσης, έγινε επίσης ο κυρίαρχος πρίγκιπας του Πριγκιπάτου του Neuchâtel (1840–1857), που σήμερα ανήκει στην Ελβετία.
|