thaler
|
|
« Απάντηση #347 στις: Σεπτέμβριος 20, 2019, 10:24:58 μμ » |
|
… συνέχεια...
Η Μαρία Θηρεσία βασίλεψε την Αυτοκρατορία των Αψβούργων από τη Βιέννη για 40 χρόνια. Στην αρχή, ξεκίνησε με πολλές δυσκολίες: Τα κρατικά ταμεία ήταν άδειά και υπήρχε σκεπτικισμός για την ικανότητά της. Εκτός από τα βάρη της διοίκησης, έκανε 16 παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της Marie-Antoinette, που θα γινόταν βασίλισσα της Γαλλίας. Ήταν γνωστό ότι παρακολουθούσε και υπέγραφε κρατικά έγγραφα κατά τη διάρκεια του τοκετού, και ήταν, αποδείχθηκε, ενεργητική και σκληροτράχηλη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, αφιερώθηκε σε αγροτικές, εκπαιδευτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Επέλεξε τους ικανότερους άντρες να την βοηθήσουν να εφαρμόσει τις αλλαγές. Ένας από αυτούς ήταν ο επικεφαλής του θησαυροφυλακείου (κάτι σαν υπουργός οικονομικών), ο κόμης Johann von Fries. Ήταν πολύ έξυπνος και αυτός προώθησε το MTT στο εξωτερικό. Από την πρώτη εμφάνιση του τάληρου το 1741 υπήρξαν πολλές παραλλαγές, περιλαμβανομένων των μισών τάληρων και των μικρότερων ονομαστικών αξιών, αλλά ήταν το ολόκληρο τάληρο που, με την επιμονή της αυτοκράτειρας, κόπηκε στα υψηλότερα πρότυπα σχεδιασμού και με τον πιο αυστηρό έλεγχο της περιεκτικότητάς του σε ασήμι. Το 1753 υπέγραψε μία από τις πρώτες ευρωπαϊκές συμβάσεις νομισμάτων, μια συνθήκη με τη Βαυαρία, η οποία όριζε την περιεκτικότητα σε ασήμι του τάληρου και άλλων νομισμάτων και καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ως αποτέλεσμα, το MTT κέρδισε την εμπιστοσύνη και σύντομα έγινε (το ίδιο το νόμισμα) ένα σημαντικό εξαγωγικό προϊόν, βοηθώντας το εμπορικό ισοζύγιο και πληρώνοντας το κόστος της Αυστρίας για εισαγόμενο καφέ.
Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία πέθανε το 1780, και το ΜΤΤ έκτοτε φέρνει εκείνη την ημερομηνία. Μέχρι εκείνη την χρονιά, τα τέσσερα νομισματοκοπεία των Αψβούργων είχαν κόψει πάνω από 30 εκατομμύρια τάληρα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο νόμισμα της εποχής, με πιθανή εξαίρεση του Iσπανικού τάληρου των 8 reales.. Η Μαρία Θηρεσία είχε ‘κυκλοφορήσει’ κυριολεκτικά μια κληρονομιά από νομίσματα, η οποία συνέχισε να πολλαπλασιάζεται πέρα από κάτι που θα μπορούσε να φανταστεί η ίδια.
Σήμερα υπολογίζεται πως έχουν κοπεί περίπου 400 εκατομμύρια τάληρα από 8 νομισματοκοπεία των Αψβούργων ή της Αυστρίας και από άλλα 6 νομισματοκοπεία στην Ευρώπη και ένα στη Βομβάη.
Μέσω λιμανιών όπως η Γένοβα, η Τεργέστη, το Λιβόρνο και η Μασσαλία, τα ΜΤΤ βρέθηκαν στα λιμάνια του Λεβάντε, της Αιγύπτου και της Ερυθράς Θάλασσας μαζί με φορτία μετάλλων, καθρέφτες, μπουκάλια από μποέμικο γυαλί, ρούχα, μπιχλιμπίδια, αναπτήρες, μαχαίρια και ξυράφια, κερί σφράγισης και τα μεταξωτά του Λιβόρνο και της Φλωρεντίας. Από τα εμπορικά κέντρα όπως το Suez, η Jiddah, το Suakin, η Mokka και η Massawa διαδόθηκαν ακόμα πιο μακριά, επανεξάγονταν - όπως πολλά ευρωπαϊκά προϊόντα - στο εσωτερικό της Αφρικής και της Αραβίας και, μέσω της Αραβικής Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία. Ακόμα και μουσουλμάνοι προσκυνητές τα χρησιμοποιούσαν, ως ένα διεθνώς αναγνωρισμένο νόμισμα, καθώς ταξίδευαν προς και από τα ιερά μέρη.
Το MTT συμπλήρωσε μια ανάγκη. Η Ευρώπη ενδιαφέρονταν για την τεράστια και εξωτική αφθονία που προσέφερε η Μέση Ανατολή: μπαχαρικά, αρωματικά, καφές, αραβική μαστίχα, μαργαριτάρια, καβούκια χελώνας, φτερά στρουθοκαμήλου, αραβικά άλογα και πολλά άλλα. Και στην Ασία και στον Αραβικό κόσμο, υπήρχε μια μεγάλη ζήτηση για ασήμι, καθώς τα ασημένια κέρματα χρησίμευαν σε διάφορες πληρωμές, προίκες και κοσμήματα.
To ΜΤΤ ήταν σύνηθες συστατικό στοιχείο στα κοσμήματα ή ως κρεμαστό κόσμημα, μερικές φορές σε μεγάλο βαθμό ανάγλυφο με πέτρες ή πλαισιωμένο με κουδούνια και αλυσίδες. Στις αγορές της Υεμένης χρησιμοποιήθηκε ως αντάλλαγμα για αγαθά και συχνά χρησιμοποιήθηκε ως κανόνας βάρους. Οι αργυροχρυσοχόοι έλιωναν αυτά τα τάληρα για να φτιάξουν κοσμήματα: Τα ΜΤΤ δεν ήταν μόνα τους ένα μέρος του κοσμήματος, ήταν ένα συστατικό του.
Από τον 18ο αιώνα και μετά, οι περισσότεροι από εκείνους που διέρχονται από την περιοχή του Λεβάντε και της Αραβίας - είτε είναι έμποροι, διπλωμάτες είτε εξερευνητές - το αναφέρουν. Ένα συχνό παράπονο ήταν το βάρος του και η δυσκολία μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων ΜΤΤ με καμήλα ή μουλάρι σε ερήμους και βουνά.
Και όπου χρησιμοποιούνταν, το κέρμα υποβάλλονταν σε προσεκτικό έλεγχο. Οι ντόπιοι μετρούσαν τον αριθμό των μαργαριταριών στην οβάλ καρφίτσα της Μαρίας Θηρεσίας ή ήλεγχαν τα φτερά στον αυτοκρατορικό αετό (αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στα ονόματα abu nuqta και abu reesh.) Οι αγοραστές απέρριπταν τα νομίσματα αν δεν ήταν ίδια ακριβώς με την αρχική κοπή του 1780.
Η ευρεία αποδοχή και η εγγενής αξία του μετάλλου του ΜΤΤ το κατέστησαν τόσο πολύτιμο στον πόλεμο όσο και στο εμπόριο. Για παράδειγμα, στην εκστρατεία του 1867 στην οποία ο στρατηγός Sir Robert Napier οδήγησε 30.000 στρατιώτες από την Ινδία στα υψίπεδα της Αιθιοπίας, για να διασώσει τον Βρετανό πρόξενο και άλλους που κρατούνταν σε ομηρία από τον αυτοκράτορα Theodore, χρειάστηκαν χρήματα για να αγοραστούν προμήθειες καθώς προχωρούσαν στο εσωτερικό, το μόνο αποδεκτό νόμισμα τότε ήταν το τάληρο της Θηρεσίας. Έτσι, μια επείγουσα αποστολή στάλθηκε στο νομισματοκοπείο στη Βιέννη και υποχρέωσαν την κοπή πέντε εκατομμυρίων MTT. Τα κέρματα μεταφέρθηκαν στην πλάτη χιλιάδων μουλαριών, αλόγων και ελεφάντων μαζί με πυρομαχικά και προμήθειες.
Το τάληρο της Μαρίας Θηρεσίας είχε επίσης εμπλακεί σε πολιτικές ίντριγκες, και χρησιμοποιήθηκε από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την αγορά και τη μίσθωση στρατηγικών λιμανιών της Αραβικής Θάλασσας και της Ερυθράς Θάλασσας όπως το Aden και η Massawa. Το 1935, ο Μουσολίνι απαίτησε τις μήτρες από την Αυστρία, έτσι ώστε η Ιταλία να μπορεί να κόψει το νόμισμα για χρήση στην Ιταλική εκστρατεία στην Αβησσινία (Αιθιοποία). Μετά, οι Ιταλοί αρνήθηκαν να παραδώσουν Θηρεσίες στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, που τις χρειάζονταν για το εμπόριο, οπότε από το 1936 έως το 1941 το νομισματοκοπείο του Λονδίνου, με την πλήρη συμφωνία της Βρετανικής κυβέρνησης, έκοψε πάνω από 14 εκατομμύρια τάληρα της Μαρίας Θηρεσίας.
Τόσο το υψηλό και αξιόπιστο περιεχόμενο ασημιού, όσο και η αισθητική έπαιξαν ρόλο στην εξαιρετική επιτυχία του νομίσματος. Το τάληρο της Μαρίας Θηρεσίας είναι ένα αντικείμενο ασυνήθιστα περίπλοκου σχεδιασμού και εκλεκτής κατασκευής. Και οι δύο όψεις καθώς και η εγγεγραμμένη άκρη του είναι πολύ όμορφα σχεδιασμένες.
Εκτός από τη χρήση τους ως στολίδια, φυλακτά και τοποθετημένα σε κοσμήματα, οι Θηρεσίες ήταν επίσης το πρότυπο για πληρωμές προίκας. Οι Θηρεσίες ήταν επίσης ραμμένες σε ενδύματα ως διακοσμητικά στοιχεία. Αυτά πρόδιδαν και την κοινωνική θέση του ατόμου που τα φορούσε.
Η πραγματική του αξία, η αισθητική έκφραση και η δημοτικότητα του τάληρου της Θηρεσίας ως εμπορικού ή χρηματικού προϊόντος ώθησαν τη διάδοσή του. Έτσι το τάληρο αυτό έφτασε στην Αραβική Χερσόνησο μόλις μια δεκαετία, μετά την πρώτη κοπή του στη Βιέννη περνώντας στα χέρια των εμπόρων καφέ στο Aden και τη Mokka, οι οποίοι προμήθευαν αγοραστές στην Αυστρία μέσω της Τεργέστης. Έλληνες, Λεβαντίνοι, Τούρκοι, Εβραίοι και Αρμένιοι έμποροι διέδοσαν τα τάληρα στις διαδρομές τους σε εμπορικά κέντρα όπως το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, το Αλγέρι, την Τύνιδα και την Τρίπολη, από όπου μέσω των εμπορικών συνδέσεων επεκτάθηκαν στα νότια κατά μήκος της Σαχάρας και στην Αραβία, την Αιθιοπία και το Σουδάν. Τα τάληρα της Θηρεσίας άρχισαν να κυκλοφορούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ως μέσο αποθεματοποίησης χρυσού και ως αποδεκτό και ημιεπίσημο νόμισμα.
Οι οθωμανικές αρχές δεν ενθάρρυναν τη χρήση του τάληρου της Θηρεσίας, αλλά το δικό τους ασημένιο νόμισμα, το mejidiye, γενικά θεωρούνταν κατώτερο. Το γεγονός ότι οι στρατιώτες και άλλοι στην Οθωμανική υπηρεσία έλαβαν πληρωμές σε mejidiye με βάση το βάρος και όχι την ονομαστική τους αξία, σήμαινε ότι τα τρύπια και κατεστραμμένα νομίσματα ήταν ακόμα αποδεκτά και αυτό, μαζί με την έλλειψη προσφοράς, υποτιμούσαν το νόμισμα. Καθώς το Οθωμανικό χρέος συσσωρεύτηκε, τα νομισματοκοπεία τους μείωσαν την περιεκτικότητα των νομισμάτων σε ασήμι: Τόσο το κεντρικό θησαυροφυλάκιο όσο και οι επαρχιακοί πασάδες προμηθεύονταν "καλά" νομίσματα με υψηλή περιεκτικότητα σε ασήμι, όπως αυτό της Θηρεσίας, τα έλειωναν και έκοβαν νέα, με την ίδια ονομαστική αξία, αλλά χαμηλότερη περιεκτικότητα σε ασήμι. Έτσι, μειώνονταν περαιτέρω η αποδοχή των τουρκικών νομισμάτων. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, το τάληρο της Μαρίας Θηρεσίας είχε γίνει το νομισματικό πρότυπο στην περιοχή του Λεβάντε (μεγάλο μέρος της οποίας ήταν υπό Οθωμανική κυριαρχία), όπου παρέμεινε ως νόμιμο νόμισμα μέχρι το 1960.
Το τάληρο, λοιπόν, της Θηρεσίας ήταν τον 19ο αιώνα το πιο δημοφιλές νόμισμα στην Αραβική χερσόνησο. Σχεδόν το ήμισυ της ετήσιας αξίας των εμπορευμάτων που αποστέλλονταν από το λιμάνι της Τζέντα στο Σουέζ αποτελούνταν από ΜΤΤ. Έτσι μεγάλο που ήταν, ένιωθε υπερηφάνεια όποιος το κρατούσε στα χέρια του – και έτσι του δόθηκε ακόμα ένα ψευδώνυμο, το riyal kabir, το "μεγάλο riyal" - καλά κατασκευασμένο και ποτέ σε έλλειψη. Το ασυνήθιστο περίγραμμα του κέρματος εμπόδιζε την αποκοπή, μια τεχνική με την οποία οι πολυμήχανοι αργυροχρυσοχόοι περιέστρφαν και «ξύριζαν» το ασήμι από τις άκρες των νομισμάτων.
Οι έντονες διακυμάνσεις στην τιμή του ασημιού το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα προκάλεσαν μεγάλα κέρδη στους εμπόρους των τάληρων της Θηρεσίας, και ήταν η αιτία να μεταφερθούν αυτά τα τάληρα στην ενδοχώρα όπου εδραιώθηκαν ως κύριο νόμισμα συναλλαγών. Μετά την αύξηση των εξαγωγών ασημιού στον Αραβικό κόσμο, σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης ασημιού στην Ινδία. Οι μεταφορές χρυσού και νομισμάτων μέσω του λιμανιού του Aden τετραπλασιάστηκαν από το 1850 έως το 1860. Στη συνέχεια, ο εμφύλιος πόλεμος των ΗΠΑ σταμάτησε τις εξαγωγές Αμερικανικού βαμβακιού στην Ευρώπη και αυτό οδήγησε σε περισσότερες συναλλαγές με την Αίγυπτο, το Σουδάν και την Ινδία – οι οποίες καταβάλλονταν πάντοτε με τάληρα. Ταυτόχρονα, άλλα γεγονότα προκάλεσαν την τελική κατάρρευση του νομίσματος: Τεράστια κοιτάσματα ασημιού ανακαλύφθηκαν στη Νεβάδα το 1859 και οι κυβερνήσεις σταδιακά ξεφορτώνονταν το ασήμι που διέθεταν, ξεκινώντας με τη Βρετανική υιοθέτηση του χρυσού προτύπου το 1821, ακολουθούμενη από άλλα ευρωπαϊκά έθνη.
Επιπλέον, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν μια εποχή κατά την οποία οι αποικιακές δυνάμεις ενίσχυαν τα συμφέροντά τους. Μέρος αυτού του στόχου ήταν η εισαγωγή των δικών τους νομισμάτων και αυτό συχνά περιλάμβανε τον εμπορικό πόλεμο κατά των τάληρων της Θηρεσίας. Έτσι, με το Βρετανικό ενδιαφέρον για επικράτηση στους εμπορικούς δρόμους της Ερυθράς θάλασσας, η Βρετανική Ινδική διοίκηση προώθησε την Ινδική ρουπία κατά του MTT, αλλά με περιορισμένη μόνο επιτυχία: η Θηρεσία θεωρούνταν πάντοτε ανώτερη. Όταν οι τιμές ασημιού ήταν υψηλές, έστελναν τα νομίσματα στην Ινδία για το περιεχόμενό τους σε ασήμι. Όταν οι τιμές έπεσαν, υπήρχε πάντα εσωτερική ζήτηση για κοσμήματα και πληρωμές για προνόμια. Εκείνη την εποχή ήταν επίσης σύνηθες να σφραγίζονται οι Θηρεσίες από τοπικούς ηγεμόνες, εξασφαλίζοντας επιπλέον νομιμότητα για τους ίδιους και για το τάληρο στις περιοχές που ήλεγχαν.
Η ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947 οδήγησε τους Βρετανούς στην προβολή του αφρικανικού τους shilling στην Αραβική χερσόνησο. Όμως, η Θηρεσία παρέμεινε δημοφιλής και ήταν αποδεκτή ως επίσημο νόμισμα μέχρι τη δεκαετία του 1960, η ασημένια, δε, αξία της αναγνωρίζονταν ιδιαίτερα σε απρόσιτες περιοχές. Σήμερα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για κοσμήματα στην Υεμένη, το Ομάν και τη Σαουδική Αραβία, συχνά για να ικανοποιήσει τη ζήτηση από τουρίστες για τοπικά σουβενίρ.
Αυτό που κάνει το τάληρο αυτό μοναδικό είναι ο συνδυασμός της μακροζωίας και της γεωγραφικής εξάπλωσης. Το πέτυχε και επέζησε όχι γιατί άλλαξε αλλά μάλλον επειδή δεν το έκανε. Μάλλον η κατάρρευση του τάληρου της Θηρεσίας προκλήθηκε από την άνοδο του σύγχρονου κράτους με τα εθνικά του νομίσματα και από το γεγονός ότι τα κράτη απαίτησαν από τους πολίτες τους να χρησιμοποιούν το εγχώριο νόμισμα.
Εσείς τι γνώμη έχετε? Πού οφείλετε αυτή η μεγάλη επιτυχία αυτού του τάληρου? Τις γνώμες σας παρακαλώ, καθώς και σχόλια, απορίες, ερωτήσεις και παρατηρήσεις.
|