1 Thaler St. Gallen
Γειά σας φίλοι μου συλλέκτες. Το τάληρο που σας παρουσιάσω είναι από το Ελβετικό Καντόνι του St. Gallen και η χρονολογία κοπής του είναι το 1623 δηλαδή πριν 396 χρόνια. Ας δούμε όμως πρώτα τα χαρακτηριστικά του νομίσματος:
Μπροστά:
Όρθια αρκούδα, με περιλαίμιο που φέρει κοσμήματα, κοιτάζοντας αριστερά και με την επιγραφή:
MO[NETA]: NO[VA]: CIVIT[ATIS]: SANGALLENSIS *1623*== Νέο νόμισμα (με την έννοια της νομισματικής μονάδας) της πόλης του St. Gallen
Πίσω: Ο δικέφαλος Αυτοκρατορικός αετός κάτω από ένα στέμμα, με την επιγραφή:
SOLI*DEO*OPT[IMO]:MAX[IMO]:LAVS:ET*GLORIA= Glory and praise to gracious God only= (Δική μου ελεύθερη μετάφραση) Δόξα και ύμνος μόνο στον φιλεύσπλαχνο Θεό
Χαρακτηριστικά νομίσματος:
Βάρος: 26,68 gr.
Διάμετρος: 41 mm
Βιβλιογραφία: KM# 61, HMZ# 2-897
Αξία: 1 Thaler
Ασήμι: Δεν αναφέρεται
Χρονιές κοπής: 1620-1624
Τιράζ: Δεν αναφέρεται
Νομισματοκοπείο: St. Gallen
Προσανατολισμός: Ευθυγράμμιση νομίσματος ↑↓
Το τάληρο ήταν το νόμισμα του Καντονιού του St. Gallen μέχρι το 1798. Υποδιαιρούνταν σε 2 Gulden, κάθε μία των 60 Kreuzer ή 240 Pfenning. Αντικαταστάθηκε με το Φράγκο της Ελβετικής Δημοκρατίας το 1798. Αξίζει να σημειώσω εδώ πως το St. Gallen έκοψε, το 1424 το πρώτο νόμισμα (ένα plappart) με αραβική ημερομηνία στην Ελβετία. Είναι αυτό εδώ (το συγκεκριμένο πουλήθηκε σε δημοπρασία στα 12.000 CHF):
Το τάληρο που σας παρουσιάζω, όπως τα περισσότερα από τα Ελβετικά καντόνια της ίδιας εποχής, είναι αρκετά φθαρμένο. Και αυτό γιατί υπήρξε το τελευταίο τάληρο που κόπηκε μέχρι την Γαλλική εισβολή του Ναπολέοντα το 1798. Παρέμεινε έτσι, στην κυκλοφορία για πάνω από 170 χρόνια. Ωστόσο η φθορά του δεν είναι τόσο μεγάλη γιατί η αξία του νομίσματος εκείνη την εποχή ήταν σημαντική και συνεπώς, δεν χρησιμοποιούνταν καθημερινά.
Το ίδιο τάληρο είχε κοπεί και νωρίτερα, τις χρονιές 1563-1567 και είναι αρκετά δυσεύρετο. Είναι αυτό:
Το ιδιαίτερο με αυτό το Καντόνι είναι πως κόβονταν τάληρα από δύο αρχές. Την πόλη του St. Gallen και το Αββαΐο της πόλης. Για να καταλάβετε γιατί γίνονταν αυτό, ας δούμε την ιστορία της περιοχής.
Πάμε να δούμε όμως πρώτα τι λέει η παράδοση για το σύμβολο της πόλης, την αρκούδα.
Η προέλευση, λοιπόν, της αρκούδας ως σύμβολο του St. Gallen προέρχεται πολύ παλαιότερα, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιρλανδός ιεραπόστολος Gallus αποφάσισε να χτίσει ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Steinach γύρω στο 600 μ.Χ., και ήρθε αντιμέτωπος με μια πεινασμένη αρκούδα. Ο Gallus τάισε την αρκούδα με ψωμί και, σε αντάλλαγμα, η αρκούδα τον βοήθησε να μαζέψει ξύλα για το μοναστήρι. Σε αναγνώριση της σημασίας της αρκούδας για την ίδρυση του St. Gallen, η αρκούδα έγινε σύμβολο της πόλης.
Αφήνουμε τώρα την παράδοση και πάμε στην ιστορία.
Η πόλη του St. Gallen αναπτύχθηκε γύρω από την Μονή του Αγίου Gall, που ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα.
Η μονή λέγεται ότι κτίστηκε στο χώρο που ήταν ερημίτης ο Ιρλανδός ιεραπόστολος Gallus, ο οποίος σύμφωνα με το μύθο είχε εγκατασταθεί στον ποταμό Steinach το 612 μ.Χ.
Το ίδιο το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Othmar γύρω στο 720μ.Χ..
Η μονή ευημερούσε τον 9ο αιώνα και έγινε τόπος προσκυνήματος και κέντρο εμπορίου, με συνεργαζόμενους ξενώνες, στάβλους και άλλες εγκαταστάσεις, ένα νοσοκομείο, και ένα από τα πρώτα μοναστηριακά σχολεία βόρεια των Άλπεων. Μέχρι τον δέκατο αιώνα, ένας οικισμός είχε μεγαλώσει γύρω από την μονή.
Το 926 Μαγυάροι (Ούγγροι) επιδρομείς επιτέθηκαν στο αβαείο και στη γύρω πόλη. Η Αγία Wiborada, η πρώτη γυναίκα που τυπικά είχε χρηστεί από το Βατικανό, φέρεται να είδε ένα όραμα της επικείμενης επίθεσης και προειδοποίησε τους μοναχούς και τους πολίτες να φύγουν. Ενώ οι μοναχοί και ο θησαυρός της μονής διέφυγαν, η Wiborada επέλεξε να μείνει πίσω και σκοτώθηκε από τους επιδρομείς. Μεταξύ του 924 και του 933 οι Μαγυάροι απειλούσαν και πάλι την μονή και τα βιβλία της στάλθηκαν για φύλαξη στο Reichenau. Δεν επιστράφηκαν όμως ποτέ όλα τα βιβλία.
Στις 26 Απριλίου 937 μια πυρκαγιά καίει μεγάλο μέρος της μονής και εξαπλώνεται στον παρακείμενο οικισμό. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη σώθηκε. Περίπου το 954 ένα προστατευτικό τοίχος με πύλες και πύργους ανασηκώθηκε γύρω από την μονή. Το 975 ο ηγούμενος Notker τελείωσε το τοίχος και ο παρακείμενος οικισμός άρχισε να μεγαλώνει στην σημερινή πόλη του St Gall.
Από τα τέλη του 12ο αιώνα, η πόλη του St Gall ασκεί όλο και περισσότερο πίεση για ανεξαρτησία από την μονή. Το 1180 εγκαταστάθηκε στην πόλη μια αυτοκρατορική οικογένεια, η οποία δεν λογοδοτούσε στον ηγούμενο.
Το 1207, ο ηγούμενος Ulrich von Sax ανακηρύχθηκε Αυτοκρατορικός Πρίγκιπας (Reichsfürst)* από τον Φίλιππο της Σουαβίας, βασιλιά των Γερμανών. Ως εκκλησιαστικό πριγκιπάτο, η Μονή του St Gall αποτελούσε ένα σημαντικό εδαφικό κράτος και μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη στη βόρεια Ελβετία.
Η πόλη, τώρα, του St Gall έφευγε προοδευτικά από την κυριαρχία του ηγουμένου. Ο ηγούμενος Wilhelm von Montfort το 1291 χορήγησε ειδικά προνόμια στους πολίτες. Μέχρι το 1353, οι συντεχνίες, με επικεφαλής τη συντεχνία υφασμάτων-υφαντών, είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της κυβέρνησης της πόλης. Το 1415 η πόλη αγόρασε την ελευθερία της από το Γερμανό βασιλιά Σιγισμούνδο.
Το 1405, η περιοχή Appenzell του Αβαείου επαναστάτησε με επιτυχία και το 1411 έγινε σύμμαχος της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Λίγους μήνες αργότερα, η πόλη του St. Gall έγινε επίσης σύμμαχος. Προσχώρησαν στην "αιώνια συμμαχία" ως πλήρη μέλη της Συνομοσπονδίας το 1454 και το 1457 απαλλάχθηκαν εντελώς από τον ηγούμενο του Αββαείου.
Ξεκινώντας από το 1526 ο τότε δήμαρχος και ανθρωπιστής Joachim von Watt (Vadian) εισήγαγε την προτεσταντική μεταρρύθμιση στο St. Gall. Η πόλη μεταστράφηκε στη νέα θρησκεία ενώ η μονή παρέμεινε Ρωμαιοκαθολική. Ενώ οι εικονομαχικές ταραχές ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την πόλη και να απομακρύνουν τις εικόνες από τις εκκλησίες της πόλης, η οχυρωμένη μονή παρέμεινε ανέγγιχτη. Η μονή θα παραμείνει ένα Καθολικό προπύργιο στην Προτεσταντική πόλη μέχρι το 1803.
Το Αββαείο του St Gall, αποτελεί από το 1983 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
*Ο πρίγκιπας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ένας τίτλος που αποδίδεται σε έναν κληρονομικό κυβερνήτη, ευγενή ή κληρικό, αναγνωρισμένο ως τέτοιο από τον Αυτοκράτορα.
Η τάξη των αυτοκρατορικών πριγκίπων απέκτησε αρχικά νομική έννοια κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Μια ιδιαίτερη τάξη των «Πριγκίπων» αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο διάταγμα που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα το 1180. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, κωδικοποιήθηκε στον φεουδαρχικό νόμο, όπου οι πρίγκιπες σχημάτισαν το τρίτο επίπεδο στη φεουδαρχική στρατιωτική δομή κάτω από τους εκκλησιαστικούς πρίγκιπες. Επισήμως η τάξη των πριγκίπων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έπρεπε να πληροί τρεις προϋποθέσεις:
Κατείχαν εδαφικές εκτάσεις και λογοδοτούσαν απευθείας στον Αυτοκράτορα
Είχαν άμεση ψήφο και μια έδρα στην αυτοκρατορική δίαιτα και
Είχαν υποχρέωση άμεσης εισφοράς στα στρατιωτικά έξοδα της αυτοκρατορίας.
Να πω εδώ πως το Αββαείο έκοβε τα δικά του νομίσματα. Ένα τέτοιο τάληρο του Αββαείου, είναι αυτό:
Και κάτι για το τέλος. Στο τάληρό μου δεν φαίνεται καλά, αλλά αν δείτε σε καλύτερα διατηρημένα τάληρα θα διαπιστώσετε πως η αρκούδα έχει... στύση. Παρατηρήστε: