Όσα σπυριά `χει ο τραχανας
όπου χωράει στη γαβάθα
τόσο στο χέσιμο εύκολος
πέρασα δεν ακούμπ’ σα.
Κώλο είχα δύστροπο
που πάθαινε λουμπάγκο
γιατί συνέχεια έτρωγα
τυρί και γάλα.
Όμως μια γριά πονετική
που κατάλαβε τι τραβούσα
έφερε εδώ έναν καλόγερο
στο σπίτι π’ αγρυπνούσα.
«Αγόρι μ’ να πεις στη μάνα σου
ν’ ανάψει μια φωτιά
να φτιάξει μια μελαχρινή
λαχανόπιτα δίχως άλλο
Μόνος να τη φχαριστηθείς
μόνος να τη φας
κι τ’ άλλο γιόκα μ’ το πρωί
σίγουρα θα χέσεις».
Κι όπως τα είπε γένηκαν
κι αφού `γινα μουσκίδι
το βγαλα ένα μονάχο του
βαρύ σαν το μολύβι.
Απ’ της χαράς τα κλάματα
με πήρανε κι οι μύξες
σαν το `μαθε κι ο παπας
βαράει τις καμπάνες.
Λέφτερος πια ήμουν κι έμορφος
κι γρήγορα την πάτ’ σα
γνώρισα και παντρεύτηκα
μικρή που `χε λεφτά
Ευθύς μετά τα στέφανα
και βάλτσαμε γαιδούρι
κι πήγαμε όπως όλοι σας
ταξίδι σ’ άλλα μέρη.
Σ’ έν’ απ’ αυτά είχε θάλασσα
κι μι ήρθε να βουτήξω
με το βρακί ρίχνομαι
τον πάτο για ν’ αγγίξω.
Βλέπω τσ’ άλλους και κουνώ
χέρια και πόδια
μα ξάφνου νιώθω έν’ άγγιγμα
πίσω κει δα στις πλάτες.
Μία φωνούλα με καλεί
«Αφέντη μ’ , παλληκάρι μ’ »
γυρνώ και βλέπω ολόγυρα
να με κυκλώνει το σκατό
και το κανονικό είναι έτσι.
Όσα σπυριά `χει ο πλαλτός
όπου χωράει στη γκούμπζα
τόσο στο μάτσεμα εύκολος
πέρασα δεν ακούμπ’ σα.
Πισπίλη είχα δύστροπο
που πάθαινε λουμπάγκο
γιατί συνέχεια μάνευα
γαβρί και νταλαμάγκο.
Όμως μια γκρέντζω πονιτ’ κή
που τσιούλ’ τσε τι τραβούσα
ξεχώθ’ κε έναν καλόγερο
στο κούφιο π’ αγρυπνούσα.
«Λαγέ μ’ να πεις στη μάνα σου
ν’ ανάψει μια τζιαμάλω
να φτιάξει μια μελαχρινή
ζιούμπενα δίχως άλλο
Μόνος να τη φχαριστηθείς
μόνος να τη μανέψεις
κι τ’ άλλο γιόκα μ’ το πρωί
σίγουρα θα ματσέψεις».
Κι όπως τα είπε γένηκαν
κι αφού `γινα μουσκίδι
το βγαλα ένα μονάχο του
βαρύ σαν το μολύβι.
Απ’ της χαράς τα κλάματα
με πήρανε κι οι γκντάμες
σαν το `μαθε κι ο κούρκουλας
βαράει τις καμπάνες.
Λέφτερος πια ήμουν κι έμορφος
κι γρήγορα την πάτ’ σα
γνώρισα και παντρεύτηκα
μι’ αγκίδα που `χε τσιάτσια.
Ευθύς μετά τα στέφανα
και βάλτσαμε ντισέρι
κι πήγαμε όπως όλοι σας
ταξίδι σ’ άλλα μέρη.
Σ’ έν’ απ’ αυτά είχε θάλασσα
κι μι ήρθε να βουτήξω
με το συντρόφι ρίχνομαι
τον πάτο για ν’ αγγίξω.
Γυαλίζω τσ’ άλλους και κουνώ
διγκράνια κι αγωγιάτες
μα ξάφνου νιώθω έν’ άγγιγμα
πίσω κει δα στις πλάτες.
Μία φωνούλα με καλεί
«Αφέντη μ’ , παλληκάρι μ’ »
γυρνώ και βλέπω `λόιρα
κλώθει το ματσιφτάρι μ’ .
Από το google βρήκα τις μεταφράσεις
Τι κάνει ο άνθρωπος όταν βαριέται ε;