Σήμερα, φίλοι μου συλλέκτες σας παρουσιάζω ένα τάληρο με ελληνικό όνομα. Πρόκειται για νόμισμα της Ελβετική πόλης της Βασιλείας και το θέμα του στη μία όψη είναι ο Βασιλίσκος. Πριν προχωρήσω στην περιγραφή του, ας δούμε πρώτα τα χαρακτηριστικά του νομίσματος:
Κράτος: Πόλη της Βασιλείας Νόμισμα: 1 τάληρο (1621-1798) Χρονολογία: 1785 Βάρος: 25,56 gr. Ασήμι: Δεν αναφέρεται Διάμετρος: 40 mm Βιβλιογραφία: KM# 179, HMZ 2# 99h, Dav.1755 Χρονιές κοπής: 1785 Τιράζ: Δεν αναφέρεται Χαράκτης: Johann Jakob Handmann (1711-1786) Προσανατολισμός: ↑↑
Εμπρός: Ο φτερωτός δράκος, γνωστός και ως Βασιλικός ή Βασιλίσκος, κρατώντας μια ασπίδα με το έμβλημα της Βασιλείας, με την επιγραφή: DOMINE CONSERVA NOS IN PACE= O Lord, keep us in peace = (σε ελεύθερη μετάφραση) Ω Κύριε κράτησέ μας εν ειρήνη.
Λατινική φράση που απαντάται σε αρκετά τάληρα της εποχής. Ενδεικτικά, αναγράφεται σε τάληρα του Ελβετικού καντονιού του Chur, (1601-33), του Dortmund 1657-95, της Ζυρίχης (1554-61) & (1622-94 & 1707), του Colmar (1542-75), του Freiburg (1542-54, 1726,33), της Νυρεμβέργης (1765) και του Regensburg, (1773-5).
Πίσω: Η θέα της πόλης από τα ανατολικά. Επάνω, οκτώ συνεχόμενοι θυρεοί και κάτω το όνομα της πόλης και η ημερομηνία με την επιγραφή: BASILEA 1785. Το όνομα της Βασιλείας καταγράφηκε για πρώτη φορά ως Basilia τον 3ο αιώνα (237/8), αναφερόμενο στο τότε ρωμαϊκό κάστρο που υπήρχε στην περιοχή.
Λίγα λόγια για τη νομισματική ιστορία της πόλης. Το τάληρο της Βασιλείας ήταν ένα νόμισμα αξίας 3 λιβρών ή 30 batzen που χρησιμοποιήθηκε από το ελβετικό καντόνι της Βασιλείας μέχρι το 1798. Τέτοια τάληρα κόπηκαν τόσο από το καντόνι όσο και από την επισκοπή της Βασιλείας.
Τα πρώτα τάληρα της πόλης κόπηκαν μεταξύ 1542 και 1552, μαζί με το 1⁄2 τάληρο μεταξύ 1542 και 1548. Τον 17ο και 18ο αιώνα, το καντόνι εξέδωσε νομίσματα 1⁄4, 1⁄2, 1 και 2 τάληρα, με νόμισμα του 1⁄3 τάληρου που κόπηκε μόνο μεταξύ 1764 και 1766. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το καντόνι εξέδωσε νομίσματα billon για 1⁄2, 1 και 3 Batzen, ασημένια νομίσματα 1⁄6, 1⁄3, 1⁄2 και 1 τάληρο, και χρυσό Δουβλόνι καθώς και 1 και 2 Gulden.
Εκτός από την πόλη, προνόμιο να κόβει νομίσματα είχε και η επισκοπή της Βασιλείας, όπως συνέβαινε και σε πολλές άλλες περιοχές την εποχή εκείνη. Η Επισκοπή λοιπόν της Βασιλείας έκοψε τάληρο για πρώτη φορά το 1596. Ο Επίσκοπος Wilhelm Rinck von Baldenstein (1608–1628) έκοψε νόμισμα του 1⁄4 του τάληρου το 1623, 1⁄2 τάληρο το 1625 και 1τάληρο το 1625. O επίσκοπος Johann Konrad II (1705–1737) εξέδωσε νόμισμα 1⁄4 του τάληρου το 1717 και του 1 τάληρου το 1716. Αυτά ήταν τα τελευταία νομίσματα σε ονομαστική αξία του τάληρου που εκδόθηκαν από την Επισκοπή της Βασιλείας. Ωστόσο, η Επισκοπή συνέχισε να εκδίδει νομίσματα billon, σε ονομαστικές αξίες 1⁄2 και 1 Batzen, και ασημένια νομίσματα των 12 και 24 Kreuzer (3 και 6 Batzen).
Για την κοπή του τάληρου που σας παρουσιάζω χρησιμοποιήθηκε, με μικρές παραλλαγές, η μήτρα του αντίστοιχου τάληρου του 1741, η οποία γίνει από τον χαράκτη Johann Jakob Handmann (1711-1786). Τα αρχικά του απεικονίζονται στην όψη του Βασιλίσκου στο κάτω μέρος.
Ο Handmann ήταν γόνος διάσημης οικογένειας της Βασιλείας που έβγαζε καλλιτέχνες. Ο πιο γνωστός είναι ο αδελφός του, ζωγράφος και γλύπτης Emanuel Handman που την εποχή εκείνη ήταν διάσημος. Ο Johan Jakob Handmann υπήρξε αποκλειστικά χαράκτης και χρησιμοποίησε το χάρισμά του για να απεικονίσει αριστοτεχνικά τη θέα της γέφυρας της Βασιλείας πάνω στον Ρήνο ποταμό.
Το νόμισμα δείχνει όλα για τα οποία ήταν περήφανοι οι τότε περίπου 20.000 πολίτες της Βασιλείας. Μπορούμε να δούμε μια λεπτομερή άποψη της μεγάλης μητρόπολης του Ρήνου με τη Γέφυρα του Ρήνου στο κέντρο. Πάνω είναι τα οικόσημα των περιφερειών Ramstein, Liestal, Waldenburg, Farnsburg, Homburg, Munchenstein, Pratteln και Riehen, όπου ήταν επί την επικυριαρχία της πόλης της Βασιλείας. Στο κάτω μέρος το όνομα της πόλης και η ημερομηνία, μέσα σε μια διακοσμητική σύνθεση από δύο κλαδιά. Το ένα αντιπροσωπεύει το κέρας της Αμάλθειας και το άλλο ένα κλαδί δάφνης. Ενώ το κέρας της Αμάλθειας [1] αντιπροσωπεύει την αφθονία που ήρθε στην πόλη χάρη στο εμπόριο, το κλαδί δάφνης συμβολίζει ότι η πόλη επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία της από τον Καθολικό επίσκοπο και τη Γαλλία.
Στην πίσω όψη απεικονίζεται ο θυρεός της Βασιλείας: ένας πανίσχυρος Βασιλίσκος. Ο Βασιλίσκος, που αναφέρεται και ως βασιλιάς των φιδιών, είναι ένα μυθολογικό υβρίδιο φιδιού και κόκορα που – ανάλογα με την παράδοση – σκοτώνει με την αναπνοή του ή πετρώνει με το βλέμμα του. Κρατάει το εθνόσημο της Βασιλείας σε ένα μπαρόκ στυλ. Η εραλδική μορφή του Βασιλίσκου συνδέεται στενά με την πόλη, καθώς χρησιμοποιήθηκε από το 1448, και αναπαρίσταται σε νομίσματα που έκοβε η πόλη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Βασιλίσκος ήταν ένα τέρας με κεφάλι και νύχια κόκορα, ράμφος αετού και ουρά και φτερά δράκου. Ήταν σχετικά μικρός, κάτω από ένα μέτρο, αλλά θανατηφόρος. Οποιοδήποτε άτομο ή ζώο τον κοίταζε στα μάτια πέθαινε αμέσως. Ακόμη και τα φυτά γύρω του μαραίνονταν.
Ας δώσω όμως κάποιες πληροφορίες για την -τότε- πολύ σημαντική αυτή πόλη της Ελβετίας.
Στα τέλη του 5ου αιώνα, η Βασιλεία περιήλθε στα χέρια των Φράγκων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη και γύρω από αυτήν. Το 917 η πόλη καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους Μαγυάρους (μεταξύ των νεκρών ήταν και ο τότε επίσκοπος). Το 1006/32 η Βασιλεία προσαρτήθηκε στη Ρωμαιο-Γερμανική Αυτοκρατορία. Ήδη στις αρχές του 7ου αιώνα μαρτυρείται ένας επίσκοπος που, όπως και οι διάδοχοί του, πιθανότατα ασκούσε κυριαρχία στην πόλη. Η επισκοπική έδρα είχε μεταφερθεί στη Βασιλεία από την Augusta Raurica, η οποία είχε καταστραφεί από τους Αλαμανούς. Υπό τον Επίσκοπο Haito εμφανίστηκε το πρώτο μισό του 9ου αιώνα ένας πρώτος καθεδρικός ναός στο λόφο του καθεδρικού ναού, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από άλλον το 1019.
Στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα αρχίζει η αυτοδιοίκηση της πόλης. Ένα συμβούλιο ιπποτών και πολιτών, ήδη από το 1185/90, ήλεγχε τις τύχες της κοινότητας με δήμαρχο (από το 1253). Ο Επίσκοπος ως Άρχοντας της Πόλης διόρισε πρώτα το συμβούλιο. Στα μέσα του 13ου αιώνα, ο επίσκοπος κέρδισε τις πρώτες συγκρούσεις για τον έλεγχο της πόλης. Οι προσπάθειες των Αψβούργων να κυριαρχήσουν στην πόλη τον 14ο αιώνα απέτυχαν. Ωστόσο, οι πολίτες χωρίστηκαν σε δύο κόμματα: το υπέρ των Αψβούργων «Stars» και το «Psittiche» κατά των Αψβούργων.
Οι πολίτες της ευρύτερης περιοχής της Βασιλείας αγόρασαν την πόλη από τον Επίσκοπο Friedrich von Blankenheim το 1392 για 29.800 φιορίνια. Κράτησε όμως ο Επίσκοπος σημαντικά προνόμια όπως η κοπή νομισμάτων, ο έλεγχος των τελωνείων και του δικαστηρίου κλπ. Η πόλη ήταν στην ουσία ανεξάρτητη, αλλά επειδή ο Επίσκοπος διόριζε, τυπικά, μέχρι το 1500, στα αξιώματα τους υπηκόους του, η Βασιλεία δεν θεωρούνταν ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη.
Σημαντικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Βασιλείας έπαιξαν οι συντεχνίες, οι οποίες χωρίζονταν σε δύο ομάδες, τις συντεχνίες των κυρίων και τις συντεχνίες των βιοτεχνών. Στο συμβούλιο μετείχαν (από το 1337) 4 ιππότες, 8 πολίτες (με θητεία) και 15 εκπρόσωποι των συντεχνιών. Οι συντεχνίες σχημάτισαν επίσης το δικό τους συμβούλιο στην κυβέρνηση της πόλης υπό τον αρχηγό τους, το οποίο είχε μεγάλο πολιτικό βάρος.
Εν τω μεταξύ η πόλη της Βασιλείας εξελίσσονταν σε σημαντικό κέντρο ολόκληρης της Ευρώπης και συνέβησαν γεγονότα που επηρέασαν την τότε παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το Συμβούλιο της Βασιλείας που έλαβε χώρα στην πόλη, εξέλεξε ως Πάπα τον αντίπαπα Φήλιξ Ε' το 1439 [2], ο οποίος είχε την έδρα του στην πόλη το διάστημα 1431-1449 [3]. Η κατασκευή χαρτιού ξεκίνησε στη Βασιλεία γύρω στο 1433. Το πανεπιστήμιο, το πρώτο στη σημερινή Ελβετία, ιδρύθηκε το 1460 με δωρεά του Πάπα Πίου Β'. Το 1471 ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ' παραχώρησε στην πόλη το προνόμιο διοργάνωσης εμπορικής έκθεσης. Εκείνη την εποχή, η εκτύπωση βιβλίων εισήχθη επίσης στη Βασιλεία. Ως αποτέλεσμα, μια πολιτιστική άνθηση: Εκτός από τον ανθρωπιστή Erasmus von Rotterdam [4], ο Paracelsus [5], ο Sebastian Brant [6] και ο Hans Holbein ο νεότερος [7] έμειναν επίσης στη Βασιλεία. Γύρω στο 1400, η πόλη της Βασιλείας άρχισε να αποκτά τις γύρω επισκοπές μέσω δεσμεύσεων ή αγορών για να επεκτείνει τη δική της περιοχή. Συμπεριφέρθηκε όμως αμφίθυμα προς την Ελβετική Συνομοσπονδία. Ενώ πολέμησε στο πλευρό της Συνομοσποδίας στον Πόλεμο της Βουργουνδίας [8], παρέμεινε ουδέτερη στον πόλεμο της Σουηβίας [9]. Η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης της επικράτειας της πόλης της Βασιλείας ολοκληρώθηκε το 1525.
Μετά τους πολέμους της Σουηβίας και της Ελβετίας το 1499, η Βασιλεία στράφηκε στη Συνομοσπονδία, στην οποία προσχώρησε στις 13 Ιουλίου 1501 ως η ενδέκατη περιοχή. Το 1521 έγινε αλλαγή στο Σύνταγμα του Συμβουλίου που εξασφάλιζε την υπεροχή των συντεχνιών. Ταυτόχρονα έγινε και επίσημα η μονομερής πλήρης απελευθέρωση από την εξουσία του επισκόπου. Ο ανθρωπιστής Erasmus von Rotterdam από τη Βασιλεία της Ελβετίας εξέδωσε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τα Ελληνικά στα Λατινικά και το 1519 παρουσίασε την έντυπη μετάφρασή της.
Ο Johannes Oekolampad εργάστηκε για το Erasmus από το 1515 έως το 1516 και στη συνέχεια επέστρεψε στη Βασιλία το 1522 ως πάστορας και καθηγητής, όπου έγινε ο σημαντικότερος μεταρρυθμιστής της πόλης.
Το 1529, η πόλη έγινε προτεσταντική και η έδρα του Καθολικού επισκόπου μεταφέρθηκε στο Porrentruy. Το 1530, ο Καθολικός επίσκοπος κατέπνιξε επανάσταση των κατοίκων με τη βοήθεια γειτονικών κρατιδίων. Τελικά, το 1547, ο επίσκοπος συμφώνησε επίσημα να επιτρέψει στην πόλη να επιλέξει τη δική της θρησκεία, αναγνωρίζοντας ότι η πόλη είχε ήδη γίνει προτεσταντική. Με σκοπό την υπεράσπιση των Ουγενότων (Γάλλων Προτεσταντών) που τότε διώκονταν στη Γαλλία, ο Καλβίνος – Γάλλος διωκόμενος και ο ίδιος – δημοσίευσε στη Βασιλεία όπου βρίσκονταν το 1536 τα πρώτα κείμενα του προτεσταντικού χριστιανικού δόγματος που αργότερα έγινε γνωστό ως Καλβινισμός. Επίσης, το 1543 δημοσιεύθηκε στη Βασιλεία από τον Andreas Vesalius (1514–1564) το πρώτο βιβλίο για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος.
Το συμβούλιο της Βασιλείας έπαιζε τώρα έναν κεντρικό ρόλο στις υποθέσεις της πόλης. Η ακμή της πόλης συνεχίζονταν. Η οικογένεια Bernoulli, η οποία περιλάμβανε σημαντικούς μαθηματικούς του 17ου και 18ου αιώνα, όπως ο Jakob Bernoulli, ο Johann Bernoulli και ο Daniel Bernoulli, ήταν από τη Βασιλεία. Ο μαθηματικός του 18ου αιώνα Leonhard Euler γεννήθηκε στη Βασιλεία και σπούδασε κοντά στον Johann Bernoulli.
[1] Στην κλασική αρχαιότητα το Αμαλθείας κέρας, δηλαδή το κέρατο της Αμάλθειας, γνωστό και ως το Κέρας της αφθονίας, ήταν σύμβολο της αφθονίας με τη μορφή ενός μεγάλου δοχείου σε σχήμα κέρατος ζώου, το οποίο ξεχειλίζει από φυσικά προϊόντα: φρούτα, άνθη και ξηρούς καρπούς.
[2] Ο Amadeus ζούσε ειρηνικά στο Ripaille μέχρι που μια ομάδα διαφωνούντων από το Συμβούλιο της Βασιλείας άρχισε να διαπραγματεύεται μαζί του για να ανακηρυχθεί ως πάπας. Η πλειοψηφία των εκπροσώπων της Βασιλείας αναγνώρισε τον Πάπα Ευγένιο Δ' (1431–47) και είχε μετακομίσει μαζί του στη Φερράρα/Φλωρεντία. Η ομάδα που πλησίασε τον Amadeus είχε καθαιρέσει τον Ευγένιο και τώρα αναζητούσε αντικαταστάτη. Μετά από πολύ δισταγμό ο Αμαντέους δέχτηκε και εξελέγη στις 5 Νοεμβρίου 1439. Παραιτήθηκε από δούκας της Σαβοΐας στις 6 Ιανουαρίου 1440, χειροτονήθηκε πάπας, διαλέγοντας το όνομα Φήλιξ Ε' (24 Ιουλίου 1440), στην ιστορία έμεινε όμως ως αντίπαπας, καθώς υπήρχε ήδη εκλεγμένος πάπας. Αυτό δημιούργησε αμέσως ένα νέο σχίσμα επειδή ο Ευγένιος Δ΄ είχε ήδη αφορίσει τον Αμαντέους – Φήλιξ Ε΄ στις 23 Μαρτίου 1440 στη Σύνοδο της Φλωρεντίας.
Η εκλογή του Φέλιξ υποστηρίχθηκε μόνο από λίγες δυνάμεις: η Σαβοΐα, η Ελβετία, οι Δούκες της Αυστρίας, το Τιρόλο και η Βαυαρία, μαζί με τον κόμη του Σίμερν, διάφορα μικρότερα τάγματα (π.χ. το Τευτονικό Τάγμα) και λίγα πανεπιστήμια (Κρακοβία, Ερφούρτη, Λειψία, Βιέννη). Ο αντίπαπας μπόρεσε να ονομάσει πολλούς καρδινάλιους, αν και περισσότεροι από αυτούς που πρότεινε τον απέρριψαν. Διαφώνησε με τη Σύνοδο της Βασιλείας καθώς διεκδικούσε διάφορα έσοδα και επιδόματα ως πάπας. Τον Νοέμβριο του 1442, ο Φέλιξ έφυγε από τη Βασιλεία για τη Λωζάνη και στη συνέχεια τη Γενεύη, όπου μπορούσε να εξασφαλίσει εισοδήματα.
Καθώς η κατάσταση γινόταν πιο δύσκολη τόσο γι' αυτόν όσο και για την οικογενειακή του περιουσία, ο Φέλιξ αναζητούσε έναν αξιοπρεπή τρόπο να παραιτηθεί. Τελικά, με τη μεσολάβηση του Καρόλου Ζ΄ της Γαλλίας (1422–61), επιτεύχθηκε συμφωνία με τον διάδοχο του Ευγένιου Δ΄, Νικόλαο (1447–55), με την οποία ο Φήλιξ ακύρωσε όλες τις ενέργειες και τις δηλώσεις που είχε κάνει ως πάπας. Σε αντάλλαγμα, ο Νικόλαος ονόμασε τον Amadeus καρδινάλιο επίσκοπο της Αγίας Σαμπίνας και παπικό γενικό βικάριο (και λεγάτο) για τη Σαβοΐα και αρκετές γύρω επισκοπές (Βασιλεία, Στρασβούργο, κ.ά.). Έτσι ο Φέλιξ παραιτήθηκε από το Παπικό αξίωμα το 1449. Έζησε στη Γενεύη για άλλα τρία χρόνια. Πέθανε εκεί το 1451.
[3] Και αυτό γιατί ο πάπας Ευγένιος Δ΄, φανατικός υπέρμαχος της παπικής αυθεντίας, έδωσε μάχη ενάντια στις προσπάθειες αναβίωσης της Συνοδικής λειτουργίας στην δυτική Εκκλησία (η Συνοδική λειτουργία είναι ο θεμέλιος λίθος της Ορθόδοξης λειτουργίας). Καθώς οι περισσότεροι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη Σύνοδο της Βασιλείας αρνήθηκαν την εξουσία του Ευγένιου επί της Συνόδου, τον καθαίρεσαν. Ο Ευγένιος Δ΄ αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αποφάσεις της Συνόδου και συγκάλεσε Σύνοδο στη Φερράρα - Φλωρεντία το 1438. Τελικά οι επίσκοποι υποχώρησαν γιατί πολλοί Ευρωπαίοι ηγεμόνες υποστήριξαν τον Ευγένιο Δ΄. Στις 10 Ιανουαρίου του 1439 μετέφερε τη Σύνοδο στη Φλωρεντία, εξαιτίας της βουβωνικής πανώλης.
[4] Ο Έρασμος του Ρότερνταμ, γνωστός ως Έρασμος, ήταν Ολλανδός αναγεννησιακός ανθρωπιστής, καθολικός ιερέας, δάσκαλος και θεολόγος. Ο Έρασμος ήταν κλασικός λόγιος που έγραφε σε «καθαρή» λατινική γλώσσα. Έμαθε πολύ καλά αρχαία ελληνικά που δίδαξε για ένα διάστημα στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας, ενώ ερασμιακή λέγεται και το πρότυπο προφοράς της αρχαίας ελληνικής που καθιέρωσε.
[5] Ο Θεόφραστος Παράκελσος (1493-1541) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αλχημιστές, αστρολόγους, και αποκρυφιστές όλων των εποχών. Το πραγματικό του όνομα ήταν Θεόφραστος Μπόμβαστ φον Χοενχάιμ (Theophrastus Bombastus von Hohenheim). Ήταν ακόμα γνωστός με το εκλατινισμένο ψευδώνυμο Theophrastus Philippus Aureolus Bombastus von Hohenheim. Το όνομα "Παράκελσος" το διάλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του που σημαίνει "πέρα από τον Αύλο Κορνήλιο Κέλσο", γιατί πίστευε πως ήταν ανώτερος εκείνου. Ο Κέλσος ήταν Ρωμαίος γιατρός του 1ου αιώνα μ.Χ. επί εποχής Τιβέριου και Νέρωνα.
[6] Ο Σεμπάστιαν Μπραντ (1457 –1521) ήταν Γερμανός ουμανιστής και σατιρικός. Είναι περισσότερο γνωστός για τη σάτιρα του Das Narrenschiff (Το πλοίο των ανόητων).
[7] Ο Χανς Χόλμπαϊν ο νεότερος (1497–1543) ήταν Γερμανός ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης της Αναγέννησης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους προσωπογράφους του 16ου αιώνα. Επίσης φιλοτέχνησε έργα θρησκευτικού περιεχομένου, σάτιρας και μεταρρυθμιστικής προπαγάνδας, ενώ σπουδαία ήταν και η συνεισφορά του στον σχεδιασμό βιβλίων. Αναφέρεται ως «ο νεότερος» ώστε να διακρίνεται από τον πατέρα του, Χανς Χόλμπαϊν τον πρεσβύτερο, διακεκριμένο ζωγράφο της Ύστερης Γοτθικής τεχνοτροπίας.
[8] Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Βουργουνδών και Αρμανιάκ ήταν μια σύγκρουση με επικεφαλής δύο κλάδους της βασιλικής δυναστείας των Βαλουά, του οίκου της Ορλεάνης (υπό τον Βερνάρδο Ζ΄ του Αρμανιάκ) και του οίκου των Βουργουνδών Βαλουά, από το 1407 έως το 1435 στη Γαλλία. Αυτός ο πόλεμος αποδυνάμωσε το βασίλειο της Γαλλίας, που ήδη βρισκόταν σε πόλεμο με το βασίλειο της Αγγλίας στα πλαίσια του Εκατονταετούς Πολέμου.
[9] Ο Σουηβικός πόλεμος του 1499 ήταν η τελευταία μεγάλη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Οίκου των Αψβούργων. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια τοπική σύγκρουση σύντομα ξέφυγε από τον έλεγχο όταν και τα δύο μέρη κάλεσαν τους συμμάχους τους για βοήθεια. Οι Αψβούργοι απαίτησαν την υποστήριξη της Λέγκας των Σουηβών, (μιας αμυντικής συμμαχίας αποτελούμενη από ελεύθερες αυτοκρατορικές πόλεις, πριγκιπάτα και ιππότες στα εδάφη της γεωγραφικής περιοχής της Σουηβίας που εγκαθιδρύθηκε το 1488) ενώ η Ομοσπονδία των Τριών Λεγκάτων (που αποτέλεσαν αργότερα το Ελβετικό καντόνι του Grisons) στρέφεται προς τα Ελβετικά καντόνια. Οι εχθροπραξίες εξαπλώθηκαν γρήγορα από το Grisons μέσω της κοιλάδας του Ρήνου στη λίμνη της Κωνσταντίας και ακόμη και στο Sundgau στη νότια Αλσατία, το δυτικότερο τμήμα της περιοχής των Αψβούργων.
Πολλές μάχες διεξήχθησαν από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1499 και σε όλες εκτός από μερικές μικρές αψιμαχίες, οι έμπειροι Ελβετοί στρατιώτες νίκησαν τους στρατούς της Σουηβίας και των Αψβούργων. Μετά τη μάχη του Dornach, όπου οι Ελβετοί κέρδισαν μια τελική αποφασιστική νίκη, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α' δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει σε μια συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1499, στη Βασιλεία. Η συνθήκη παρείχε στη Συνομοσπονδία ευρεία ανεξαρτησία από την αυτοκρατορία. Αν και η Ελβετική συνομοσπονδία παρέμεινε επίσημα μέρος της αυτοκρατορίας μέχρι τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, η ειρήνη της Βασιλείας την απάλλαξε από την αυτοκρατορική δικαιοδοσία και τους αυτοκρατορικούς φόρους και έτσι de facto την αναγνώρισε ως ξεχωριστή πολιτική οντότητα.
Δεκτά όπως πάντα δικά σας σχόλια, παρατηρήσεις, απορίες.
|